Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Το συμβάν ( 1o Μέρος )

Το πρώτο χτύπημα του τηλεφώνου δεν το άκουσε κανείς από τους δυο. Στο δεύτερο χτύπημα, εκείνος πετάχτηκε από τα σκεπάσματα του και κοίταξε την ώρα. Μόλις είχε χαράξει. Πέθανε η μάνα, σκέφτηκε και στο τρίτο χτύπημα αναρωτήθηκε αν το μαύρο κοστούμι του, που ήταν από καιρό στην ντουλάπα ήθελε καθαριστήριο. Στο τέταρτο χτύπημα το σήκωσε η γυναίκα του φανερά ενοχλημένη.
- Δεν το ακούς χριστιανέ μου! Δίπλα σου είναι... πρόλαβε και του πέταξε πριν απαντήσει στο τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής η φωνή που ακούστηκε ζήτησε συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας αλλά ήταν σοβαρή ανάγκη να μιλήσει μ' εκείνον. Αυτός πήρε το ακουστικό από το χέρι της γυναίκας του και βέβαιος πια για την μάνα του, άρχισε να οργανώνει στο μυαλό του τα διαδικαστικά της κηδείας. Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει με ανακούφιση, ότι δεν συνομιλούσε με εντεταλμένο από κάποιο γραφείο τελετών αλλά με τον Βίκτωρα, τον άμεσο προϊστάμενό του. Είχε γίνει διάρρηξη στο κατάστημα στο οποίο εργάζονταν και σαν υπεύθυνος, ήταν ο μόνος που είχε κλειδιά. Έπρεπε σύντομα να μεταβεί εκεί για να διευκολύνει το έργο της Αστυνομίας και της Σήμανσης. Σηκώθηκε βαριεστημένα, πλύθηκε, ντύθηκε βιαστικά και χωρίς να πιει καφέ χαιρέτησε την γυναίκα του, η οποία στο μεταξύ είχε ξανακοιμηθεί.
Η ώρα κόντευε έξι. Έψαξε για ταξί αλλά τού 'ρθε βολικό ένα λεωφορείο που φάνηκε στον ορίζοντα. Κατέβαινε κέντρο και τρύπωσε μέσα χωρίς να το πολυσκεφτεί. Εισιτήριο δεν είχε αλλά τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Στοιχημάτιζε ότι αυτήν την ώρα ο εισπράκτορας θα κοιμάται τον ύπνο του δικαίου. Εδώ μέχρι και ο οδηγός είχε βάλει δευτέρα στο ρελαντί και με τα δυο χέρια αποκαμωμένα στο τιμόνι, χουζούριζε. Ποιος έλεγχος λοιπόν και πράσσειν άλογα... 
Τελικά τα άλογα τα είδε πράσινα όταν ένας ψηλός νταγλαράς με φαρδιές πλάτες και αγελαδίσιο σβέρκο, ζήτησε επίμονα να δει το εισιτήριο του. Εκείνος του εξήγησε ότι στο κατάστημα που δούλευε είχε γίνει διάρρηξη και στην πρεμούρα του να φτάσει γρήγορα δεν το σκέφτηκε. Βλέποντας ότι η αλήθεια δεν πιάνει τόπο, χρησιμοποίησε την δικαιολογία ότι ψάχνει φάρμακα για την γυναίκα του που κοιλοπονά, χωρίς όμως αποτέλεσμα και έτσι το πενηντάρικο έπεσε κολλαριστό στην τεράστια χούφτα του εισπράκτορα που έμοιαζε σαν τσαμπί από μπανάνες. 
Έφτασε στο μαγαζί σε λιγότερο από είκοσι λεπτά και ενώ περίμενε ν' αντικρύσει πλήθος από αστυνομικά όργανα και κόσμο να χαζεύει βρήκε μόνο τον Βίκτωρα να περιμένει. Χωρίς κλειδιά να μπει στο μαγαζί είχε μετατραπεί σε βορά στα αδηφάγα βλέμματα περαστικών που ρώταγαν να μάθουν τι είχε συμβεί. Αυτός με τα κοντά του χέρια έφτιαχνε τα λιγοστά μαλλιά στο κεφάλι του να κοιτούν σε μια μεριά, ρούφαγε την μίξα του και με ένα χαμόγελο, ικανό να φαίνονται τα στραβόκιτρινα δόντια του, έδινε εξηγήσεις σε κάθε απορία. 
Με μια πρώτη ματιά το μαγαζί φαίνονταν ανέγγιχτο. Μια μικρή τρύπα στην βιτρίνα, από την οποία μπορούσες να μπεις ή να βγεις μόνο αν σερνόσουν και είχε γίνει από μια μεταλλική πλάκα της ΕΥΔΑΠ - την οποία και είχαν εκσφεντονίσει - ήταν όλη η ζημιά. Τα προϊόντα ήταν στις προθήκες, η αποθήκη κλειδωμένη και το χρηματοκιβώτιο απαραβίαστο. Έμοιαζε δουλειά ερασιτέχνη, η οποία τον είχε βάλει σε μπελάδες. Από την άλλη, είχε και τα καλά του.Το κατάστημα θα παρέμενε κλειστό λόγω κλοπής. Χαράς ευάγγελια για το προσωπικό, αλλά σίγουρα αγγαρεία γι' αυτόν. Ειδοποιήθηκε από την εταιρεία φύλαξης ότι οι κάμερες είχαν καταγράψει το συμβάν και σε λίγες ώρες ο δίσκος θα βρίσκονταν στα χέρια της Αστυνομίας. Επίσης κάποιος έπρεπε να περάσει από το Τμήμα για τα παραιτέρω. Αποφασίστηκε ο Βίκτωρας να μείνει στο κατάστημα, αφενός για να περιμένει την Σήμανση και αφετέρου για να ενημερώσει το προσωπικό που θα έρχονταν σε λίγη ώρα - χωρίς να γνωρίζει - για να δουλέψει. Στο Τμήμα θα πήγαινε εκείνος. Ήταν σίγουρος ότι τ' όλο θέμα ήταν διαδικαστικό και θα ξεμπέρδευε σε λίγες ώρες. Στο δρόμο όμως το μετάνοιωσε και τά βαλε με τον εαυτό του. Σαν υπεύθυνος καταστήματος έπρεπε να μείνει εκείνος και να πάει ο Βίκτωρας στο Τμήμα. Να βγάλει αυτός το φίδι από την τρύπα. Έλα όμως που δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά. Ήταν υφιστάμενός του. Και ας τού 'ριχνε μισό κεφάλι. Το ύψος όμως δεν χάριζε προαγωγές. 
Με αυτές τις σκέψεις έφτασε στο Αστυνομικό τμήμα. Ένα όργανο τον ενημέρωσε ότι ο Διοικητής δεν μπορούσε να τον δεχτεί τώρα, γιατί δεν είχε πάρει στα χέρια του ακόμα το δίσκο με το καταγεγραμμένο συμβάν και οποιαδήποτε κουβέντα ήταν ανώφελη. Του ζητήθηκε μάλιστα να επικοινωνήσει ο ίδιος με την εταιρία φύλαξης για να στείλουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα το υλικό, διότι είχαν συλληφθεί τρεις ύποπτοι τους οποίους δεν μπορούσαν να κρατήσουν παραπάνω από τις 12 το μεσημέρι, χωρίς στοιχεία. Εκείνος έκανε ότι μπορούσε και στο διάστημα που μεσολάβησε έκατσε να περιμένει στο καφενείο του τμήματος που στεγάζονταν στον τρίτο όροφο του ίδιου κτιρίου. Του έκαναν εντύπωση μάλιστα οι χαμηλές του τιμές και ξέσπασε σε μια τυρόπιτα κουρού και σ' ένα πεϊνιρλί με συνοδεία μιας γκαζόζας και μιας πορτοκαλάδας άνευ ανθρακικού. Μετά από καμιά ώρα τον ειδοποίησαν να κατέβει στον πρώτο όροφο. Εκεί τον περίμενε ένας ψηλός μελαχροινός άντρας γύρω στα πενήντα με πυκνά φρύδια, σουγιαδιασμένα μάγουλα και παχιά μύτη. Κάθονταν πίσω από ένα ορθογώνιο μεταλλικό γραφείο. Μπροστά του μια μικρή μαρμάρινη πλακέτα τον σύστηνε με το ευρύ κοινό. Λεωνίδας Βεληγκέκας Αστυνόμος Α'. Του ζήτησε να καθήσει και φώναξε κάποιον αστυνομικό να φέρει τους ύποπτους επάνω. Λίγα λεπτά μετά, τρία αμούστακα πιτσιρίκια διαμαρτύρονταν με σπασμένα ελληνικά, για ποιο λόγο τους κρατούσαν ενώ δεν είχαν κάνει τίποτα. Ο Βεληγκέκας έχοντας στραμμένη την οθόνη του υπολογιστή του με τέτοιο τρόπο ώστε να την βλέπει μόνο εκείνος κάλεσε δίπλα του τον πρώτο πιτσιρικά, έναν λέλεκα με αλογοουρά. 
- Αυτός εκεί δεν είσαι εσύ? 
τον ρώτησε ρητορικά δείχνοντας την οθόνη και του τράβηξε την κοτσίδα προς τα πάνω. Ένα παρατεταμένο ααα... ακούστηκε και γύρισε στην θέση του αναστενάζοντας. Μετά έκανε νεύμα στο δεύτερο πιτσιρικά, έναν σπυριάρη με σκουλαρίκι στο δεξί αυτί, να κοπιάσει.
- Εσύ δεν είσαι αυτός? έκανε και όμοια όπως και με τον πρώτο, δεν τον άφησε να απαντήσει αλλά του τράβηξε το αυτί από το σκουλαρίκι προς τα κάτω. Αυτή την φορά ακούστηκε ένα παρατεταμένο ιιι... Ο τρίτος που στάθηκε δίπλα στον Βεληγκέκα, ένας εύσωμος κοντοκουρεμένος με σβέρκο αεροδρόμιο, στην ίδια ερώτηση πρόλαβε και έκραξε 
- Μα τι λέτε κυρ - Αστυνόμεεεε! 
πριν μια σφαλιάρα μεγατόνων έρθει και κουρνιάσει πρώτη θέση στο πίσω μέρος του λαιμού του. Ένα παρατεταμένο οοο... κάλυψε το εεε...και έκλεισε τα φωνήεντα. Και σαν τελείωσαν αυτά, άρχισε το πάρτι με τα σύμφωνα. Ο Βεληγκέκας, σαν άλλος μαέστρος, μαζί με δύο αστυνομικούς αποδείχτηκαν φιλόμουσοι με ιδιαίτερες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Μέσα σε δύο τετραγωνικά επί δύο άρχισαν να πέφτουν βροχή τα χαστούκια που θύμισαν έγχορδα ορχήστρας που μόλις ξεκίνησε. Μετά όπως μπαίνουν τα πνευστά ακολούθησαν οι καρπαζιές και τέλος με το κρεσέντο των κρουστών οι μπουνιές και οι κλωτσιές έφτασαν στην κορύφωση τους. Πραγματικό ντελίριο. Εκείνος καθισμένος σε μια γωνιά, μπροστά σε αυτό το πανδαιμόνιο προσπαθούσε να φυλαχθεί μην φάει καμιά αδέσποτη. Βλέποντας όμως πως αυτό είναι αδύνατο, ζαχάρωσε απέναντί του έναν ξύλινο καλόγερο και βάλθηκε να φτάσει σ' αυτόν. Στην προσπάθεια του έφαγε δύο ξανάστροφες, αλλά τελικά τα κατάφερε. Με τον καλόγερο για ασπίδα γλίτωσε από τα χειρότερα. Όταν ο μαέστρος χόρτασε από μουσική πανδαισία έβαλε τους αστυνομικούς να κλείσουν τους πιτσιρικάδες στο κρατητήριο, έφτιαξε τον κόμπο της γραβάτας του που είχε χαλαρώσει από τις ασκήσεις επί σβέρκου, παρήγγειλε ελληνικό καφέ με μπόλικο καϊμάκι και ζήτησε να μην τον ενοχλήσει κανείς όσο θα ήταν μ' εκείνον. 
- Και τώρα οι δυο μας! του έγνεψε. 
Αυτό το ...και τώρα οι δύο μας... τον ξένισε κάπως. Τον έβαλε σε σκέψεις. Τι μπορούσε να σημαίνει άραγε? Και η ειρωνεία ήταν ότι είχαν τελειώσει τα φωνήεντα... Και τα σύμφωνα επίσης... 


συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου