Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Το προαίσθημα


07:00 : Δεν άφησε το ξυπνητήρι να χτυπήσει. Ήταν ξύπνιος και με το χέρι του τό κανε να σωπάσει πριν αυτό κουδουνίσει μονότονα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι σαν έφηβος και μπήκε στη ντουζιέρα. Το παγωμένο νερό έπεσε σαν μικρός χείμαρρος στο σβέρκο του και τού κοψε την ανάσα. Ένα ένα τα μουδιασμένα του κύτταρα μπήκαν σε αρμονία και ξανάρχισαν να εργάζονται στο μαραθώνιο της ζωής. Με μια πετσέτα σκούπισε τα πυκνά μαύρα μαλλιά του και δένοντας τη στην μέση του, βγήκε από το μπάνιο.  Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε από μέσα μία μαύρη πλαστική συσκευασία με ένα μεγάλο φερμουάρ στην μέση. Όταν το τράβηξε αντίκρισε το τυχερό του μπλε σκούρο κοστούμι. Με σύντομες κινήσεις το φόρεσε και το συνδύασε με κρεμ ριγέ πουκάμισο και μοκασίνια. Στην αριστερή τσέπη του σακακιού πρόσθεσε την τελευταία πινελιά. Ένα μαντήλι χρώματος σομόν έδειχνε τα δόντια του. Έφτιαξε καφέ στην κουζίνα μ' άρωμα φουντούκι και τον ήπιε χαζεύοντας τηλεόραση. Πριν φτάσει στην εξώπορτα κοντοστάθηκε στον καθρέφτη και τσέκαρε το είδωλό του. Συνειδητοποίησε ότι οι κροτάφοι του είχαν ήδη αρχίζει να ασπρίζουν. Τα μελιά του μάτια χάζευαν ένα φρέσκο πρόσωπο από τ' οποίο εξείχε μια μεγάλη μύτη που ρουθούνιζε γεμάτη τρίχες. Ένα μικρό στόμα με στεγνά χείλη πάνω σ' ένα μακρύ πηγούνι ολοκλήρωνε το μωσαϊκό της κεφαλής του. Λίγο πριν γλιστρήσει έξω, φώναξε δυνατά για να ξυπνήσει το γιό του ο οποίος, αν και πρωτοετής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Νομικής είχε να πατήσει κάτι μήνες.

07:30 : Οι φωνές της γυναίκας του έπιασαν τόπο. Άνοιξε τα μάτια του με κόπο. Ζήτημα να είχε κοιμηθεί δύο ώρες. Η νεογέννητη κόρη του δεν είχε σταματήσει να κλαίει όλη νύχτα. Μόνο αντάμα με το βυζί της μάνας της, ηρεμούσε. Κατούρησε στην λεκάνη και έβρεξε το πρόσωπο του στον νιπτήρα. Φόρεσε ένα γκρι υφασμάτινο παντελόνι και το μπλε πουκάμισο της υπηρεσίας του. Δύο πάνινα παπούτσια με λυτά τα κορδόνια και ένας τούρκικος καφές με ολίγη τον συνόδεψαν στην πόρτα. Πριν την διαβεί άφησε κάτι ψιλά στην κυρά του για τα ψώνια της ημέρας. Κλείνοντας τη πίσω του έκανε το σταυρό του και βγήκε στο δρόμο. Στα μισά ένοιωσε ένα σφίξιμο στο ύψος του στέρνου του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έφτασε στη δουλειά στην ώρα του και παρέλαβε από τον προϊστάμενό του ένα χαρτάκι με τα δρομολόγια της βάρδιας του. Λίγο πριν πιάσει το τιμόνι, έφτιαξε τους καθρέφτες για να βλέπει πίσω και παράλληλα χάζεψε το κουφάρι του. Τα πράσινα μάτια του είχαν ταίρι δύο μαύρους κύκλους και έχασκαν παρέα με μια γαμψή μύτη και δύο χλωμά μάγουλα καρφωμένα σ' ένα πλαδαρό σώμα δίχως λαιμό. Έβαλε μπροστά, έκλεισε τις πόρτες και κίνησε για την επόμενη στάση.

08:00 : Έβαλε μουσική τους 30 Seconds to Mars και στο ρεφρέν το δυνάμωσε. Έστριψε τσιγάρο και κάπνισε δυο τζούρες. Στην κουζίνα βρήκε ζεστό καφέ και κέρασε τον εαυτό του. Φόρεσε ένα τζιν με ξεφτισμένα κρόσσια και ένα t-shirt με μία στάμπα που έλεγε: Κάποτε πάτησα ένα μυρμήγκι στα ψέματα και αυτό πέθανε στ' αλήθεια. Ένα ζευγάρι πορτοκαλί all star μποτάκια ολοκλήρωσε την ενδυματολογική του ανησυχία. Άνοιξε το βιβλίο του Συνταγματικού Δικαίου. Ανάθεμα και αν είχε διαβάσει τίποτα. Για άλλη μια φορά βασίζονταν στην καλή του τύχη αλλά και στην κοπελιά του για να περάσει το μάθημα. Εκείνη την στιγμή ένα sms δόνησε το κινητό του. Ήταν από την καλή του νεράϊδα.
...Αυτά τα μπλε μάτια μαζί με το αθώο σου βλέμμα που ακτινοβολεί όταν χαμογελάς, θα μου κάνουν την τιμή να παραβρεθούν στην σημερινή εξέταση?...
Με τον αντίχειρα να πυροβολεί αυτόματα το πληκτρολόγιο αφής, της απάντησε πως σήμερα δεν έχει μάτια πάρα μόνο για την κόλλα της και με αυτή την σκέψη μάζεψε τα πλούσια σταχτιά μαλλιά του κοτσίδα, φύσηξε την γαλλική του μύτη προς τα πάνω και βγήκε στον δρόμο καλημερίζοντας τον θυρωρό μ΄ένα πλατάγιασμα στο στόμα, ικανό για να φανεί η πλούσια λευκή οδοντοστοιχία του.

08:30 : Όταν ολοκληρώθηκε το πρωϊνό meeting ήξερε πως τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά. Με το μπλε σκούρο κοστούμι αισθάνονταν καλά. Ήταν και αυτή η αίσθηση που είχε από παιδί και μπορούσε να διαισθανθεί το καλό ή το κακό πριν του συμβεί. Και σήμερα είχε καλό προαίσθημα. Όταν του ανακοίνωσαν τελικά ότι την δουλειά την είχε στο χέρι, αισθάνθηκε σαν τον Μίδα. Ότι ακουμπούσε γίνονταν χρυσός. Στα συγχαρητήρια που δέχτηκε θυμήθηκε το γιο του και ευχήθηκε να πήγε τελικά στο Πανεπιστήμιο. Ήθελε όσο τίποτ' άλλο να υπάρξει τρίτη γενιά δικηγόρων. Ο ίδιος είχε ξεπεράσει τον πατέρα του και αυτό προσδοκούσε να συμβεί τώρα από το μοναχογιό του. Γι' αυτό μερικές φορές γίνονταν πολύ πιεστικός. Ήθελε το καλύτερο για το παιδί του και συνεχώς μοχθούσε γι' αυτό. Ακόμα δεν έχετε δει τίποτα, έλεγε δεξιά και αριστερά. Ο Αντώνης μου, θα βάλει τα γυαλιά σε όλους μας.

08:30 : Στο δεύτερο δρομολόγιο άρχισε να ιδρώνει και να ζαλίζεται. Ο συνάδελφος του ο Κωστής προθυμοποιήθηκε να τον σκαντζάρει αλλά ο ίδιος αρνήθηκε. Λίγος ύπνος του έλειπε και θα τον αναπλήρωνε το μεσημέρι. Θα έστελνε την μικρή στην πεθερά του και θα βούλιαζε στο στρώμα. Το 'χε σχεδιάσει καλά στο μυαλό του και μέχρι τότε θα προσπαθούσε να καθυστερήσει τα δρομολόγια όσο μπορούσε. Λίγο παραπάνω χρόνος αναμονής στις στάσεις προκειμένου να εισέλθει το επιβατικό κοινό, ρελαντί ταχύτητα στα φανάρια και μικρή καθυστέρηση στο τέρμα. Μικρά μυστικά για μια παλιά καραβάνα όπως ήταν του λόγου του.

08:30 : Με το i-pod στα αυτιά είχε αρχίσει να βαριέται. Λίγο ακόμα ν' αργούσε το λεωφορείο και θα την έκανε για το κρεβάτι του. Δεν ήταν η μέρα του Συνταγματικού Δικαίου τελικά. Χάζεψε τους γαμπρούς στη βιτρίνα του διπλανού φωτογραφείου. Τι αστείοι που ήταν. Οι νύφες είχαν μια χάρη. Μια φινέτσα. Μια αρχοντιά. Οι τελεμέδες δίπλα τους τι γυρεύανε? Ιδίως ένας είχε πολλή πλάκα. Το μεγάλο του κεφάλι χωρίζονταν σε δύο ημισφαίρια με ακρίβεια μοιρογνωμονίου. Ένα με μαλλί και ένα χωρίς. Το λευκό του κοστούμι διαπερνούσε μια μαύρη ρίγα στα πέτα και στο παντελόνι θυμίζοντας κάτι μεταξύ καμαρώτου και σερίφη. Όταν πια το πήρε απόφαση να την κάνει, παρατήρησε μια καστανόξανθη κορασίδα με αβυσαλλέο ντεκολτέ να τον γδύνει με τα μάτια της και αποφάσισε να περιμένει μαζί της το λεωφορείο.

08:45 : Απολάμβανε το δεύτερο καφεδάκι της ημέρας και ήδη σκέφτονταν το ραντεβού του, για σήμερα το βράδυ με την Δωροθέα. Πριν λίγα λεπτά με απόλυτη ψυχραιμία, της είχε ζητήσει να βγουν και εκείνη δεν του αρνήθηκε. Με την γυναίκα του ήταν χωρισμένος εδώ και έξι μήνες και σήμερα έκανε την πρώτη του απόπειρα η οποία στέφθηκε μ' επιτυχία. Ο Αντώνης δεν θα είχε πρόβλημα. Και αν είχε δεν του πέφτε λόγος. Καλά θα κανε να πέρναγε κανά μάθημα στην σχολή. Ξαφνικά ένοιωσε ένα μυρμήγκιασμα στην σπονδυλική στήλη που τον διαπέρασε και τον ανατρίχιασε ολόκληρο. Ένα έντονο συναίσθημα απώλειας κυρίευσε τον εσωτερικό του κόσμο και τον έκανε να πεταχτεί σύγκορμος μέχρι επάνω. Έτρεξε γρήγορα πάνω από το τηλέφωνο...

08:45 : Σταμάτησε στο φανάρι. Λίγα λεπτά πριν ανάψει πράσινο ένας κοντός τύπος με βαθιά ζυγωματικά και μακριά καπαρντίνα έφτασε στην πρώτη σφραγισμένη πόρτα και χτυπώντας την, ζήτησε να μπει. Συνήθως σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις ήταν ανένδοτος αλλά σήμερα δεν είχε όρεξη να μπει σε αντιπαράθεση με κανέναν επιβάτη. Του άνοιξε και μπήκε, στριμώχνοντας με το σώμα και τα χνώτα του έναν εβδομηντάρη συνταξιούχο. Όταν ξεκίνησε και λίγο πριν την στάση, ένα παρατεταμένο σφίξιμο στο στήθος τον έκανε να χουφτώσει με το δεξί του χέρι τον θώρακά του και με το αριστερό αγκάλιασε το υδραυλικό τιμόνι και έγειρε πάνω του. Αυτό με τη σειρά του έκανε μια κλίση ενενήντα μοιρών δεξιά και οδήγησε το λεωφορείο κατευθείαν πάνω στην στάση...

08:45 : Το παιχνίδι με την χυμώδη καστανόξανθη συνεχίστηκε. Ο ίδιος δεν ένοιωσε καμιά ενοχή και εξακολούθησε να την κοιτά στα μάτια. Αν έμπαινε στο λεωφορείο του, θα την έπαιρνε από πίσω, θα της έπιανε κουβέντα ελπίζοντας ότι μέχρι να φτάσει στην σχολή να είχε πάρει το τηλέφωνό της. Αν δεν έμπαινε σε αυτό, ο ίδιος θα κατέβαινε στην επόμενη στάση και θα την έψαχνε μανιωδώς. Μπροστά στον έρωτα τι αξία έχει η εξεταστική του εξαμήνου. Ξάφνου το λεωφορείο φάνηκε να πλησιάζει. Ένα φανάρι τους χώριζε. Η καστανόξανθη ύπαρξη έκανε κίνηση που δήλωνε ότι σε αυτό θα έμπαινε και ο ίδιος αύξησε την ένταση στο ipod και χαμογελώντας στάθηκε πίσω της. Το τελευταίο πράγμα που αντίκρισε ήταν τις ρόδες του λεωφορείου να καταβροχθίζουν ανελέητα το κορμί του.

09:00 : Αρχικά κάλεσε στο κινητό του αλλά το είχε απενεργοποιημένο. Δοκίμασε στο σταθερό και άφησε το τηλέφωνο να χτυπά προσδοκώντας ότι θα το σήκωνε. Μάταια. Λίγα λεπτά αργότερα έμαθε ότι οδηγός λεωφορείου ξεψυχώντας πάνω στο τιμόνι συμπαρέσυρε και σκότωσε έξι άτομα που περίμεναν στην στάση της γειτονιάς του. Τρομοκρατήθηκε και άρχισε να τρέχει. Πήρε τον δρόμο για το σπίτι .Παράλληλα καλούσε εκεί. Κάθε χτύπημα που έμενε αναπάντητο ήταν και ένα ανεκπλήρωτο όνειρο, μια άγνωστη προσδοκία, μια φρούδα ελπίδα, μια χαμένη πίστη, μια κλεμμένη αγάπη, μια άδεια αγκαλιά, μια σκοτεινή μέρα, ένα ανύπαρκτο αύριο. Άρχισε να νοιώθει τα βήματα του βαριά. Λες και πάταγε πάνω σε άμμο. Τ' αποτυπώματα του έσβηναν και ο ίδιος εξαϋλώνονταν. Σαν να μην πέρασε ποτέ από αυτή την ζωή. Σαν να μην υπήρξε ποτέ. Σύρθηκε μέχρι την πόρτα του σπιτιού του, άνοιξε με το κλειδί του και μπήκε μέσα. Όταν αντίκρισε άδειο το δωμάτιο του, βεβαιώθηκε και κάλεσε στα επείγοντα για τα περαιτέρω. Έδωσε τ' όνομά του και περίμενε την τυπική επιβεβαίωση. Τον ενημέρωσαν για ένα έφηβο που διακομίστηκε πολτοποιημένος, ο οποίος έφερε μαζί του φοιτητική ταυτότητα και αν έμενε λίγο στην γραμμή θα μάθαινε και τ' όνομά του. Στην αναμονή είδε τον κόσμο του να διαλύεται σε μικρά ψηφιδωτά. Ολόκληρο το σκηνικό της οικουμένης διπλώθηκε στα δύο, φορτώθηκε σε κάρα παλιατζήδων και κίνησε για τα παλιό-σίδερα. Δευτερόλεπτα μετά θα έκλαιγε με αναφιλητά στο πάτωμα, διότι το τηλεφωνικό κέντρο στα επείγοντα θα τον ενημέρωνε για την ταυτότητα του άτυχου φοιτητή ενώ παράλληλα θ' αντίκριζε τον Αντώνη - ν' απορεί - στο κατώφλι της εξώπορτας. Συνειδητοποιούσε με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο ότι ναι μεν ο θάνατος δεν έχει πρόγραμμα, αλλά από την άλλη και η ζωή με τα τερτίπια της, σου σκαρώνει μερικές φορές απίθανα παιχνίδια...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου