Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Χους εις χουν


Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ήταν πλέον μόνη. Πέταξε τα παπούτσια της και σύρθηκε στο μπάνιο. Στον καθρέφτη έριξε μια ματιά στο πρόσωπό της. Το βρήκε κουρασμένο αλλά συνάμα πιο ζωντανό από κάθε άλλη φορά. Τα λυτά κατσαρά μαύρα μαλλιά της έπεφταν στα καταπράσινα μάτια της και σχημάτιζαν έναν καταρράκτη ομορφιάς.  Ξεκρέμασε τα σκουλαρίκια της και έβγαλε το σταυρό της. Με αυτόν την είχε λαδώσει ο νονός της και δεν τον είχε αποχωριστεί τα τελευταία τριάντα έξι χρόνια. Σε πιο αργό ρυθμό αφαίρεσε και τα υπόλοιπα ρούχα. Λίγο πριν γλιστρήσει στην μπανιέρα χτύπησε το τηλέφωνο του δωματίου. Το κινητό της το είχε απενεργοποιήσει και κανένας δεν ήξερε ότι βρίσκεται εκεί. Αν δεν το σήκωνε δεν θα μάθαινε ποτέ και με αυτή την σκέψη δρασκέλισε στα γυμνά μέχρι το ακουστικό.
Ήταν από την ρεσεψιόν και την ενημέρωσαν για το δείπνο. Θα σερβιριζόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου στις 20:00 μμ. Η ίδια ζήτησε πολύ ευγενικά να το φέρουν στο δωμάτιο της και αφού έκλεισε το τηλέφωνο πρόσεξε ότι στεκόταν απέναντι σ' έναν ολόσωμο καθρέφτη. Παρατήρησε το σώμα της. Το καλύτερο σημείο πάνω της αναμφίβολα ήταν τα πόδια της. Ξεκινούσαν από κάτω σαν δύο επίχρυσα κηροπήγια και στην κορφή τους κρατούσαν με δόξα και τιμή δύο κέρινους αλαβάστρινους γλουτούς, οι οποίοι είχαν στηθεί εκεί για να παραφυλάνε τον κήπο της Εδέμ που ανάβλυζε ανάμεσά τους. Πάνω από τους κλειδοκράτορες γλουτούς έστεκε μια μέση δαχτυλίδι. Ναι, σίγουρα αυτή ήταν η βασίλισσα μέσα στο παραλήρημά της .Προσγειώθηκε απότομα,από τις λάγνες εικόνες της, αντικρύζοντας το στήθος της. Εκεί που κάποτε στέκονταν αγέρωχα και περήφανα δύο ώριμα αχλάδια και σε κοίταζαν με τέτοια έξαψη που μέχρι και ο Αδάμ αν τα έβλεπε θα ξέχναγε τι εστί μήλο, σήμερα σε θωρούν δύο ξεφούσκωτα λάστιχα με τρύπια σαμπρέλα που δεν τα σώζει μήτε μπάλωμα, μήτε βουλκανιζατέρ.
Δέκα οχτώ μήνες θήλασε δυο παιδιά. Καθημερινή παραγωγή γάλακτος και αυτά με την σειρά τους αποδείχτηκαν αδίστακτα. Την ρούφηξαν στην κυριολεξία. Τά πιασε με στοργή στις χούφτες της και τα έσμιξε κάνοντας ένα αυτοσχέδιο στηθόδεσμο. Με βλέμμα όλο νάζι άρχισε να παίρνει πόζες φθηνής αρτίστα σε καμπαρέ. Ήταν μια θεά του Ολύμπου. Σίγουρα όχι η Αφροδίτη γιατί δεν ήταν αντικειμενικά ωραία, αν και δεν της έλειπαν οι κατακτήσεις. Ούτε η Αθηνά γιατί δεν ήταν σοφή, αν και διευθύντρια δημιουργικού σε γνωστή διαφημιστική εταιρία. Και σίγουρα όχι η Ήρα με τις ζηλοφθονίες και τις ραδιουργίες της. Αν ήταν μια θεά, θα ήταν η Άρτεμη. Για την ελευθερία που ενσάρκωνε. Βέβαια δεν ήταν παρθένα - χρόνια τώρα -  και δεν της άρεσε το κυνήγι ανδρών και ζώων που λάτρευε η θεά να πιάνει και να βαλσαμώνει.  Η ίδια κυνήγησε μόνο ένα αρσενικό στην ζωή της. Το γιο της. Συνήθως την κυνηγούσαν. Και τον Μιχάλη τον άντρα της, τον ερωτεύτηκε γιατί δεν σταμάτησε ποτέ να την διεκδικεί.
Την επανέφερε στην πραγματικότητα η μπανιέρα που ξεχείλησε. Χώθηκε στους αφρούς της και για λίγο πίεσε τον εαυτό της να μη σκεφτεί τίποτα. Το νερό την αναζωογόνησε σε σημείο που άρχισε να αμφιβάλλει αν ήταν καλή ιδέα όλο αυτό το σκηνικό που είχε ετοιμάσει. Μια κραυγή όμως και ένα δυνατό χαστούκι που η ίδια έριξε στο πρόσωπο της, την κράτησαν μέσα στο πλάνο της σημερινής βραδιάς. Μόλις τελείωσε το μπάνιο, φόρεσε ένα άσπρο μπουρνούζι και έβαλε τις χάρτινες παντόφλες μιας χρήσης, προσφορά του λουξ δωματίου. Άνοιξε το μίνι μπαρ και άρχισε να πειραματίζεται με το αλκοόλ. Στο γραφείο του χωλ βρήκε ένα κεχριμπαρένιο κουτί με πούρα Cohiba και δεν έχασε την ευκαιρία. Στην πρώτη τζούρα ένα ντουμάνι από καπνό της έφραξε την αναπνευστική οδό και την έπνιξε στο βήχα. Το πέταξε στην τουαλέτα και πριν τραβήξει το καζανάκι, το δρόμο της αποχέτευσης ακολούθησε και όλο το οινόπνευμα του δωματίου. Αυτά είναι για τους αδύνατους, σκέφτηκε. Η χρήση τους, μπορούσε να την κάμψει από τον σκοπό της που είχε υψηλό κίνητρο.  Άνοιξε την τηλεόραση και βάλθηκε να χαζεύει έναν αγώνα τένις. Πέρα από τους δύο αθλητές που αγκομαχούσαν στο τερέν, της φαίνονταν αδιανόητο η απάθεια του κόσμου.
- Πως μπορούν να μην παθιάζονται; αναρωτήθηκε.
Η ίδια ζούσε με πάθος, αγαπούσε τον άντρα της με πάθος, μεγάλωνε παθιασμένα τα παιδιά της, γελούσε με πάθος και έκλαιγε με πάθος. Δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτό το συναίσθημα. Ο ήχος της πόρτας χτύπησε και ξεπρόβαλλε ένας νεαρός που δεν τον έκανε παραπάνω από είκοσι πέντε.  Άφησε τον δίσκο με το δείπνο στο τραπέζι και νωχελικά έτεινε προς την έξοδο. Πριν φτάσει στην εξώπορτα άφησε το μπουρνούζι της να πέσει αποκαλύπτοντας του, τα μυστικά του παραδείσου. Για τις επόμενες ώρες είχε βγει μέσα από το σώμα της και πλανιόταν σαν αερικό πάνω από το δωμάτιο. Καθώς αυτός την σφυροκοπούσε με το μόριο του η ίδια χάζευε το κουφάρι της να αποζητά την ηδονή χωρίς δεσμεύσεις. Μια τελευταία νύχτα με έναν άγνωστο χωρίς όνομα, χωρίς παρελθόν, παρόν και μέλλον. Λίγα λεπτά πριν τα μεσάνυχτα, την νύχτα της επόμενης μέρας ο νεαρός χάθηκε στο σκοτάδι της λησμονιάς. Λίγο πριν του ζήτησε να της ανοίξει το παράθυρο που ήταν ασφαλισμένο. Η θέα στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου ήταν μοναδική. Η επόμενη μέρα ήταν τα γενέθλια της και ο τριακοστός έβδομος χρόνος ήταν στο κατώφλι της. Έβγαλε από το σελοφάν που είχε φέρει μαζί της το λιλά φόρεμα και το φόρεσε. Ανακάτωσε τα μαλλιά της και έτσι αφτιασίδωτη καθώς ήταν βγήκε στο περβάζι και περπάτησε με γυμνά πέλματα.Κοίταξε την βαθιά νύχτα που απλώνονταν ολόγυρα της και έδωσε ραντεβού με τον θεό της. Όταν σήμανε δώδεκα, της φάνηκε αστείο να ευχηθεί χρόνια πολλά στον εαυτό της και με ένα ζωγραφισμένο χαμόγελο στα χείλη πήρε μια βαθιά ανάσα και έπεσε...
Καθώς αιωρούνταν στο κενό θυμήθηκε ότι κάπου είχε διαβάσει ότι αν πέσεις από μεγάλο ύψος πεθαίνεις από το σοκ πριν φτάσεις στο έδαφος. Τρίχες κατσαρές αλλά πως να το διαψεύσεις αυτή την στιγμή...  Παράλληλα αναρωτήθηκε αν έχει υπόλοιπο η πιστωτική της κάρτα, στην οποία είχε χρεώσει το δωμάτιο...  Όση προσπάθεια και αν έκανε να δει την ζωή της να περνά μέσα από τα μάτια της δεν τα κατάφερε. Άλλος ένας μύθος...  Το μόνο που κατάφερε να δει ήταν την μάνα της, να την παρατηρεί με ύφος αυστηρό να μην κάνει καμπούρα. Μέσα η πλάτη, έξω το στήθος...  Ξαφνικά ένοιωσε μια πελώρια λαχτάρα για ζωή... Αλλά βλέποντας το κράσπεδο να πλησιάζει, έκλεισε τα μάτια και πίεσε το θυμικό της να φέρει την εικόνα των παιδιών της. Και σχεδόν τα κατάφερε γιατί όταν ο αυχένας της κονιορτοποιήθηκε, η ίδια είχε ένα γαλήνιο χαμόγελο στην έκφρασή της...

 
Υ.Σ : Ο άνθρωπος δεν έχει καταδικαστεί σε θάνατο, αλλά σε ζωή - Franz Kafka

1 σχόλιο: