Με φωνάζουν αλλά κάνω
πως δεν ακούω. Έχω φτιάξει ένα σπαθί από ξύλο και το κουβαλώ πάντα μαζί
μου. Σήμερα είμαι ο Άραμις από τους "Τρεις Σωματοφύλακες". Χθες ήμουν ο
Άθως. Με τον Φίλιππα, τον Ηλία και τον Νικόλα αλλάζουμε συνέχεια ρόλους και αυτοσχεδιάζουμε. Πήγε
κιόλας μεσημέρι. Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Με τους φίλους μου δίνω ραντεβού για
το απόγευμα και από τα νεύρα μου ξεσπώ σε μια αμυγδαλιά με πράσινους
καρπούς. Με το παιδικό φονικό μου όπλο τραυματίζω κάμποσα αμύγδαλα και αφού τα
αποτελειώσω με μια πέτρα γεύομαι το καρπό τους. Στην αυλή κάθεται η θεία μου και
κεντάει. Πριν μπω μέσα στέκομαι και πλένω τα χέρια μου σε μια παγουρό-βρύση. Είμαι
ιδρωμένος και πεινάω.
- Λούη θέλω να είσαι
φρόνιμος το απόγευμα. Μη μου χαλάσεις το προξενιό με τα καμώματα σου, κάνει
χωρίς να πάρει τα μάτια της πάνω από το εργόχειρο.Στο κατώϊ η γιαγιά μου κοσκινίζει τ' αλεύρι και ετοιμάζεται να ζυμώσει. Θα φτιάξει ψωμί και τηγανό-ψωμα με μέλι και ζάχαρη. Μέχρι να γίνουν παίρνει ένα ξεροκόμματο το βρέχει με νερό, το ραντίζει με λάδι, ρίχνει αλάτι, λίγο ξύδι και το πασπαλίζει με ρίγανη. Το τρώω βιαστικά και πάω και κάθομαι στο μπουχαρί. Δίπλα μου ο παππούς μου αραχτός, τρίβει το μουστάκι του και το βλέμμα του με αγκαλιάζει. Αυτός το έκαμε το χρέος του. Στο σπιτικό του κάθε καλοκαίρι ανταμώνουν τρεις φαμίλιες. Αυτό το πέτρινο αρχοντικό που τό χτισε σπιθαμή προς σπιθαμή ο προ-πάππους μου - ένας ημίθεος που έπιανε την πέτρα και την έστιβε - και το τελειοποίησε ο ίδιος, κάθονται στο μεσημεριάτικο τραπέζι τρεις ολόκληρες γενιές. Αυτός, η γιαγιά μου, τα παιδιά του που καμώνονται για τις οικογένειες τους και τα εγγόνια του που τα μικρότερα χαλούν τον κόσμο με τις φωνές τους - μεταξύ αυτών και γω - και τα μεγαλύτερα ετοιμάζονται για παντρειά.
- Παππού, πες μου το παραμύθι με το τσαμ κορελάκι? κάνω με λαχτάρα και αυτός φτιάχνει την χωρίστρα πάνω από το σκαμένο με ρυτίδες μέτωπο του και δεν μου χαλάει ποτέ το χατίρι.