Σκούπισε με μαντίλι το σκαμμένο του μέτωπο και έσιαξε την χωρίστρα που τό κρυβε. Δύο καστανές κουμπότρυπες, πίσω από δυο στρογγυλούς θολωμένους φακούς, αλληθώριζαν ελαφρώς. Το δεξί του χέρι, το είχε σταυρώσει στην κοιλιά και με το αριστερό ακουμπούσε τα αφυδατωμένα του χείλη. Τον άκουγε με προσοχή ενώ παράλληλα το πίσω μέρος του μυαλού του ταξίδευε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει πως είχε μπλέξει σε αυτή την ιστορία. Ήταν σίγουρος ότι ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ - αυτή η ξεμωραμένη κωλοτρυπίδα - είχε βάλει το χεράκι του για να τον απομακρύνει από την ανιψιά του, Ρόζμαρυ. Αυτό το ξανθό μπουμπούκι με τα ροδομάγουλα και την
κατάλευκη επιδερμίδα, που για ν' ανοίξει τα πέταλά του, ήθελε ένα καλό πότισμα. Την είχε γνωρίσει στον ετήσιο χορό της Σκότλαντ Γιαρντ πριν μερικές εβδομάδες και την είχε βάλει στο μάτι. Ήταν σίγουρος πως αν έμενε λίγες μέρες ακόμα στο Λονδίνο θα κατάφερνε να την ξελογιάσει και να την ρίξει στο κρεβάτι. Δεν την είχε ερωτευτεί. Γι' αυτό ήταν βέβαιος. Οι γυναίκες γι' αυτόν αποτελούσαν σκαλιά προς την υπέρτατη ηδονή. Καθώς όμως τα ανέβαινε ένα ένα, αντί να φτάνει σε αυτήν την ευχαρίστηση, απομακρύνονταν ολοένα από αυτή. Λαχταρούσε την γυναικεία σάρκα και στράγγιζε τους χυμούς του κορμιού της. Μόλις έφτανε όμως στην κορύφωση αισθάνονταν μια ανυπέρβλητη μοναξιά.