Σαν έπιασε να νυχτώνει ρούφηξε τη πορτοκαλάδα του και έκανε νεύμα στον σερβιτόρο - έναν κοντοπίθαρο με παχύ μουστάκι και ψηλή φαβορίτα - να πληρώσει. Τέσσερα αναψυκτικά είχε καταναλώσει, σύνολο 8 ευρώ. Άφησε ένα δεκάρικο και σηκώθηκε να φύγει. Βγαίνοντας θυμήθηκε ότι δεν κατούρησε, αλλά ντρεπόταν να ξαναμπεί στο μαγαζί και να κάνει χρήση της τουαλέτας. Είδε την ώρα και αποφάσισε να περιμένει στο πάρκο. Στάθηκε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε. Δεν κάθησε γιατί δεν ήθελε να λερώσει το παντελόνι του. Φορούσε ένα μπεζ κοτλέ με εκρού πουκάμισο και μαύρα μποτίνια. Στήριξε στο παγκάκι το δεξί του πόδι και με τα χέρια το αγκάλιασε. Ξαφνικά του μύρισε η αναπνοή του και μάσησε ένα γαρυφαλλάκι. Ήθελε πολύ να καπνίσει αλλά σκέφτηκε ότι ο καπνός θα επιβάρυνε την ανάσα του. Κοίταξε το ρολόϊ του. Δέκα λεπτά ακόμα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά ενώ ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Το είχε πάρει απόφαση. Σήμερα θα της μιλούσε. Θα της έκανε ερωτική εξομολόγηση. Θα της δήλωνε ότι είναι ερωτευμένος μαζί της. Είχε μαζέψει τα κουράγια του και ήταν έτοιμος.
Πάει ένας μήνας που την αντίκρισε για πρώτη φορά. Στο χωλ ενός οδοντογιατρού, στην αναμονή για ένα σφράγισμα παρέα με ένα άρθρο - που σημείωνε σχολαστικά είκοσι τρόπους για να πηδήξεις πριν γίνεις 20 χρονών - μπήκε μέσα εκείνη σαν οδοστρωτήρας, φέρνοντας τα πάνω κάτω στην ζωή του. Έμοιαζε με λίβα και τού καψε τα σωθικά. Κάθισε απέναντί του και σαν να του χαμογέλασε. Για το τελευταίο, βέβαια δεν έβαζε το χέρι του στην φωτιά. Είχε μακριά μαύρα κατσαρά μαλλιά και όταν έβγαλε τα κοκκάλινα γυαλιά ηλίου, σάστισε στα δυο στρογγυλά γκρίζο-πράσινα μάτια της. Η μύτη της έκανε κλίση προς τα πάνω και πρόσεξε ότι τα χείλη της σχημάτιζαν μικρά λακκάκια στα μάγουλα μετά από κάθε σύσπαση. Φορούσε τζιν σορτς με ξέφτια, λευκό tshirt και πέδιλα. Μέχρι να τον καλέσει μέσα ο γιατρός δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της.
Από τότε έγινε η σκιά της. Διακριτικά την παρακολουθούσε από κοντά και έμαθε σιγά σιγά το πρόγραμμά της. Τις καθημερινές φοιτούσε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών στο τμήμα ΜΜΕ και τις ελεύθερες ώρες έπινε το καφέ της στα στενά της Σκουφά αγκαζέ μ' ένα βιβλίο. Τ' απογεύματα όταν δεν είχε φροντιστήριο ξενών γλωσσών - μάθαινε ισπανικά - ρέμβαζε στο Θησείο και αλήτευε με τις φίλες της στο Μοναστηράκι. Το Σαββατοκύριακο ξεσάλωνε στα μπαρ της Μιχαλακοπούλου. Έμαθε που μένει και της έστειλε λουλούδια ανώνυμα. Στην κάρτα που τα συνόδευε, ξεσήκωσε κάποιο τσιτάτο από τον Όσκαρ Ουάϊλντ και το πρόσθεσε μαζί με εφτά κόκκινα τριαντάφυλλα. Στο τέλος έμαθε και τ' όνομά της. Την έλεγαν Χαρά.
Όλο αυτό το καιρό δεν είχε επισημάνει κάποιο αγόρι δίπλα της και αυτό τον έβαζε σε σκέψεις. Από την μία απορούσε πως μια τόσο όμορφη γυναίκα είναι μόνη και από την άλλη το γεγονός ότι ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να την φλερτάρει ο κάθε κοπρίτης τον άγχωνε, διότι έπρεπε να βιαστεί. Να κάνει την κίνησή του. Και αυτό δεν το ήθελε με κανένα τρόπο. Του άρεσε όπως αισθάνονταν και ήθελε να κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Του άρεσε που κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, βαριαναστέναζε. Του άρεσε που η θύμησή της, ήταν η πρώτη και η τελευταία σκέψη της μέρας. Αλλά πιο πολύ του άρεσε όταν την συναντούσε και το στομάχι του γέμιζε πεταλούδες. Αυτό ήταν το καλύτερο σημείο και δεν το άλλαζε με τίποτα στον κόσμο.
Από την άλλη, σαν μανιώδης παίκτης στο σκάκι είχε μάθει να παίζει με σύνεση. Ζύγιζε καλά πριν κάνει την επόμενη κίνηση και ποτέ μα ποτέ δεν υποτιμούσε τον αντίπαλο. Τον μελετούσε ενδελεχώς και τον άφηνε να κάνει το παιχνίδι του. Με υπομονή και μαεστρία τον οδηγούσε στα δίχτυα του. Δεν δίσταζε να θυσιάσει ακόμα και δικά του κομμάτια για να το καταφέρει. Σκοπός του ήταν η αντίπαλη βασίλισσα. Γιατί στον έρωτα και στο σκάκι το θέμα είναι να σκλαβώσεις την βασίλισσα. Να την κάνεις δική σου. Γιατί βασιλιάς χωρίς βασίλισσα δεν υπάρχει...
Όλο το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι σήμερα βέβαια ήταν ένας άγνωστος γι' αυτήν. Μόλις δυο φορές είχε συνωμοτήσει το σύμπαν για να βρεθούν τυχαία μετά το οδοντιατρείο. Την μία φορά μέσα στο λεωφορείο χωρίς να το επιδιώξει ο ίδιος, ήρθε και κάθισε δίπλα του. Το αριστερό του χέρι ακουμπούσε στο δεξί της. Ήταν ιδανική η στιγμή για να της μιλήσει και κει που το παίρνε απόφαση, εκεί το μετάνιωνε. Ένας κόμπος στο λαιμό τού φραζε τις λέξεις. Μια αόρατη δύναμη τού κοβε τη λαλιά. Από αυτήν τη δύσκολη θέση τον έβγαλε η Χαρά όταν τον παρακάλεσε να κατεβάσει την κουρτίνα στο παράθυρο για να μην τους βαράει ο ήλιος κατακέφαλα. Αμέσως σαν να τον χτύπησε ηλεκτροφόρο σύρμα σηκώθηκε να κάνει πράξη το θέλημά της. Βάλθηκε να παλεύει με το πλαστικό αλλά πρέπει να είχε κολλήσει με την ζέστη και το ρημάδι δεν κατέβαινε. Αφού είδε και απόειδε τα παράτησε και γυρίζοντας στην Χαρά δικαιολογήθηκε με δύο εκ των υστέρων - όταν ξανάφερε το περιστατικό στο νου του - ατυχείς λέξεις
- Μάλλον μάγκωσε...
Το δεύτερο συμβάν ήταν πιο σύντομο. Μπροστά στην πόρτα του Ταχυδρομείου συναντήθηκαν τα βλέμματα τους και ο ίδιος θα στοιχημάτιζε πως αυτή την φορά το ύφος της κάτι πρόσμενε από αυτόν. Αλλά πάλι έμεινε στήλη άλατος. Δεν άρθρωσε λέξη. Μπέρδεψε τις συλλαβές και η γλώσσα πνίγηκε με το σάλιο του. Το μόνο που κατάφερε ήταν να κρατήσει ιπποτικά την πόρτα για να περάσει μέσα εκείνη, εισπράττοντας ένα γλυκό χαμόγελο. Στον ενθουσιασμό του, την άφησε απρόσεχτα να κλείσει και αυτή ζευγάρωσε απότομα με τη μύτη ενός συνταξιούχου που ήρθε να παραλάβει ένα συστημένο. Αυτό που ακολούθησε δεν περιγράφεται. Ο ίδιος το έχει διαγράψει από την μνήμη του και θα προτιμούσε να διαγραφεί και από την μνήμη της Χαράς.
Σήμερα όμως θα της μιλούσε ο κόσμος να χαλάσει. Ήδη σε λιγότερο από δυο λεπτά θα έκανε την εμφάνιση της και δεν θά πρεπε να χάσει αυτή την ευκαιρία. Ξαφνικά τού 'ρθε να κατουρήσει. Έλεγξε το χώρο και είδε σε απόσταση πενήντα περίπου μέτρων μια μουριά με τέλεια κάλυψη - απόκρυψη. Το ξανασκέφτηκε. Αν στο διάστημα που κατουρούσε έβγαινε η Χαρά από το φροντιστήριο θα έχανε την ευκαιρία να της μιλήσει. Και σήμερα ήταν αποφασισμένος. Μα όσο το σκεφτόταν θα είχε ήδη κατουρήσει και δεν θα βασανίζονταν έτσι. Άρχισε να τα βάζει με τον εαυτό του. Έπρεπε να είχε ξαλαφρώσει στο κατάστημα που ήπιε τις πορτοκαλάδες... Το φιλοδώρημα γιατί το άφησε στον μουστακαλή?.. Για να τα κάνει πάνω του?.. Και αυτή η Χαρά γιατί αργούσε?... Αν από την πρώτη στιγμή είχε πάει στην μουριά τώρα θα είχε ανακουφιστεί.
Αρκετά! Κακολόγησε τον εαυτό του. Πίεσε το μυαλό του να χειραγωγήσει την ουρήθρα του και συγκεντρώθηκε στον έρωτα. Όταν θα την αντίκρυζε είχε αποφασίσει να της πει γεια. Σίγουρα θα του έλεγε και αυτή γεια. Μετά θα της έλεγε μόνο τα βουνά δεν σμίγουν για να της δώσει να καταλάβει ότι τίποτα δεν είναι στημένο και όλα συνέβησαν τυχαία. Αυτή σίγουρα θα γελούσε και θα έπαιζε με τα μαλλιά της. Τότε σε αυτή την αμήχανη στιγμή θα της ζητούσε να την συνοδέψει στο σπίτι και στο διάστημα που θα μεσολαβούσε μέχρι εκεί θα έκλεβε την καρδιά της. Θα κέρδιζε την βασίλισσα. Και μετά... Ρουά Ματ!
Το φροντιστήριο σχόλασε. Ήδη κάποιοι άρχισαν ν' αποχωρούν. Η Χαρά θα έβγαινε οσονούπω.
Εκείνη την στιγμή ενεργοποιήθηκε το αυτόματο πότισμα στο γρασίδι και τού βρεξε το παντελόνι. Τά βαλε με την τύχη του. Παράλληλα άρχισε να τον πονάει η κύστη του. Ήθελε απελπισμένα να κατουρήσει. Το μυαλό του ανέβαζε στροφές. Έπρεπε να διαλέξει. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.. Χαρά ή φούσκα?... Φούσκα ή Χαρά?... Ήταν πλέον πάνω από τις δυνάμεις του. Την στιγμή που έβγαινε η Χαρά λαμπερή και απαστράπτουσα από το φροντιστήριο τα χέρια του ξεκούμπωναν ασυναίσθητα τα κουμπιά του παντελονιού του ενώ τα πόδια του έτρεχαν μηχανικά προς την μουριά. Την στιγμή που άδειαζε την ταλαιπωρημένη του φούσκα, πρόσεξε την Χαρά και παρατήρησε ότι σήμερα είχε διαφορετικό χτένισμα από κάθε άλλη φορά. Της έκανε νόημα και αφού βεβαιώθηκε ότι τον βλέπει, φώναξε
- Με γεια το χτένισμα!
και συνέχισε να κατουράει υπομονετικά το καλλωπιστικό δέντρο τ´οποίο περήφανο και λυγερόκορμο άπλωνε την σκιά του και χαμπάρι δεν έπαιρνε από τον απρόσκλητο και αυθάδη επισκέπτη του.
συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου