- Λοιπόν, ας με συγχωρέσει ο Κοσμάς ο οποίος δεν με ξέρει και ας δείξει κατανόηση στο φιλοσοφικό ερώτημα που θα θέσω στην παρέα ευθύς αμέσως, κάνει ο Άρης ξαφνικά, κρατώντας το ποτό του με τα δυο του χέρια, λες και θα του το πάρει κανείς. Ο Στέλιος αφήνει στη μέση ότι κάνει και στρώνει τα αφτιά του σαν κεραίες τηλεοράσεως που προς στιγμή έπιασαν εικόνα και μένουν ακούνητες για να μη χαθεί. Ο Κοσμάς σαν guest* της σημερινής βραδιάς χαμογελά χωρίς να ξέρει τι θα ακούσει και παραμένει σιωπηλός αφουγκράζοντας και ρουφώντας τη κάθε στιγμή της υποτιθέμενης ελευθερίας του. Η ιδέα να βγει μαζί μας ήταν δική μου για να πατσίσω με το τρόπο μου τον καλό μου Τσελεμεντέ*. Το σημερινό σκηνικό άλλωστε αφορά τον Άγγελο ο οποίος ζήτησε να τους μαζέψω όλους στο μπαρ. Ο Πέτρος θα ερχόταν μαζί του. Η ώρα λίγο μετά τις 23:00 και ο Falco με το "Jeanny" σφυροκοπά το κεφάλι μου. Σταμάτα να ζεις μέσα στα όνειρα. Η ζωή δεν είναι αυτό που φαίνεται.
- Σας προτείνουν 500.000 ευρώ για να πάρετε ένα τσιμπούκι από έναν χοντρό γέρο - μέθυσο, τι κάνετε? ρωτά δυνατά ο Άρης χωρίς να ενοχλείται ιδιαίτερα αν τον ακούν από δίπλα
- Αυτός που δίνει το χρήμα μπορεί να δώσει κάτι παραπάνω? αναρωτιέται ο Στέλιος
- Όχι, 500.000 ευρώ μόνο. Φράγκο παραπάνω, κάνει αδίσταχτα ο Άρης
- Και τα 500.000 ευρώ βέβαια δεν με χαλάνε. Όπως και να το κάνουμε είναι ένα σεβαστό ποσό. Χρειάζεται σκέψη και περισυλλογή, αποφαίνεται πάλι ο Στέλιος
- Γιατί χοντρός, γέρος και μεθυσμένος? ρωτώ τον στοχαστή του ερωτήματος
- Δεν καταλαβαίνω το πνεύμα της ερώτησης σου..
- Γιατί να μην είναι νέος, λεπτός, ωραίος και νηφάλιος?
- Εγώ θέτω τους κανόνες
- Έτσι όπως τους θέτεις, αποκλείοντας κάποιους τους νομιμοποιείς
- Εξακολουθώ να μην σε καταλαβαίνω, κάνει ο Άρης φανερά προβληματισμένος
- Λέω ότι όπως θέτεις το ερώτημα αποκλείοντας από τα κριτήρια σου, τους νέους και όμορφους δείχνεις ότι δεν θα είχες πρόβλημα να την βρέξεις στο στόμα σου αν αφορούσε μόνο αυτούς?
- Εγώ τελικά από ποιον πρέπει να πάρω τσιμπούκι? απορεί ο Στέλιος
Ο Κοσμάς ξεκαρδίζεται, γεγονός που κάνει έξαλλο τον Άρη
- Στέφανε το ερώτημα έτσι είναι και δεν αλλάζει? Λοιπόν?
- Σύμφωνα με σένα όλα τα ερωτήματα σου καταλήγουν σε ψευτοδιλήμματα και όλα έχουν τιμή?
- Κάπως έτσι
- Εγώ, λοιπόν, δεν σε ακολουθώ σε αυτό
- Και γιατί παρακαλώ?
- Γιατί λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου και παραδοθώ στον βαρκάρη για να με περάσει απέναντι, θέλω να θυμάμαι πράγματα που χόρτασαν την ψυχή μου όπως μία χαραυγή στην Αμοργό, ένα φλαμένκο στην Γρανάδα, μία ομίχλη στα Γιάννενα με εκείνη ή μια οικεία φωνή στη Βιέννη και όχι ένα τσιμπούκι πολλών χιλιάδων ευρώ
- Για σκέψου όμως πριν κλείσεις τα μάτια σου όπως λες, να αναρωτιέσαι που δεν το πήρες?
Λέγοντας αυτό το τελευταίο με κοιτά πολύ σοβαρά. Αρχίζω να γελάω
παρατεταμένα και νευρικά. Πηγαίο γέλιο κατευθείαν μέσα από το στομάχι.
- Τελικά δεν σε πιάνει πουθενά κανένας. Αναρωτιέμαι, με πόσο ξύλο ακόμα θα στρώσεις?
- Είμαι ανεπίδεκτος μαθήσεως, φίλε μου. Και το ξύλο δεν το φοβάμαι. Έχω εσένα
- Τι θα σε κάνω?
- Μπιμπελό στο τοίχο.
Ο Στέλιος ετοιμάζει μια κατάνυξη με τεκίλες σφηνάκι και τις μοστράρει
στη μπάρα στη σειρά σαν εκτελεστικό απόσπασμα. Με το παράγγελμα πυρ
σηκώνονται στα χέρια και αφανίζονται μονομιάς στα στεγνά λαρύγγια μας.
Ο Κοσμάς που δεν είναι συνηθισμένος, δείχνει ζαλισμένος
- Όλα καλά? του κάνω
- Μια χαρά. Γιατί ρωτάς?
- Να ανησυχείς όταν σταματήσω να σε ρωτώ
- Πράγμα που θα σημαίνει?
- Ότι είσαι μόνος
- Δεν καταλαβαίνω. Καλά δε περνάμε?
- Κοσμά σε αυτή την παρέα στην αρχή πάντα είναι καλά. Και στο μεταξύ ακόμα καλύτερα. Στο τέλος όμως είσαι μόνος, αναρωτιέσαι τι πήγε λάθος και εύχεσαι να μην είχες πιει τόσο πολύ
- Άρα?
- Σταμάτα να πίνεις. Είσαι νεούδι στο ποτό και δεν χρειάζεται να το ζορίσεις.
- Μην αγχώνεσαι. Τα έχω τετρακόσια
- Ότι πεις και ότι πιεις λοιπόν..
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και η οινοποσία συνεχίζεται εξαντλητικά.
Λίγο μετά τις 00:00 μια μπάντα με τέσσερα ροκαμπίλια με μαλλί αφέλεια
ξεκινούν να παίζουν το "Highway star" των Deep Purple. Τα τσογλάνια το
παίζουν γαμημένα καλά και το μαγαζί αρχίζει να δονείται στους
εξαντλητικούς ρυθμούς τους. Ή, τελοσπάντων, μπορεί και να μου φαίνεται.
Στο σόλο του κιθαρίστα ο Άγγελος και ο Πέτρος εμφανίζονται στην είσοδο
και μέχρι να φτάσουν στο μπαρ λικνίζονται στο τρελό ρυθμό της λεωφόρου
των αστεριών. Καθώς πλησιάζουν παρατηρώ τα βλέμματα τους. Χαμένοι στο
άπειρο. Τα μάτια τους έχουν μια φρέσκαδα που δεν συνάδει με το υπόλοιπο
κορμί που βολοδέρνει εδώ και κει. Μια γυαλάδα αστραφτερή, σαν της
κουκουβάγιας στο σκοτάδι. Το κωλύριο έχει κάνει άριστα την δουλειά του.
- Καλώς τους
- Είμαστε όλοι εδώ? κάνει ο Άγγελος
- Άπαντες παρόντες, φωνάζω θυμίζοντας λοχία πρωινής αναφοράς και τους συστήνω τον νεοφερμένο Κοσμά
- Καλώς τον κάπτεν Τζίμι και τον Μελλοθάνατο, χαιρετά ο Άρης δείχνοντας τον Πέτρο και τον Άγγελο με τη σειρά
- Γιατί αυτή η προσφώνηση? απορεί ο Κοσμάς
- Ο Άγγελος είναι ο μελλοθάνατος γιατί σε μια εβδομάδα παντρεύεται και ο Πέτρος για το πειρατικό του, εξηγώ
- Ποιο πειρατικό? επιμένει
- Που με αυτό θα φύγετε και σεις*..., κάνει ο Πέτρος θέλοντας να ρίξει φως στο σκοτάδι του Κοσμά αλλά πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο.
- Δεν καταλαβαίνω, κάνει ακόμα πιο μπερδεμένος
- Διάβασε Καββαδία, του λέω και το κλείνω εκεί.
Ο Στέλιος βγάζει ένα Dimple και γεμίζει μια σαμπανιέρα με πάγο. Απλώνει
την πραμάτεια του στη μπάρα και μας λέει
- Αν σας χαλάει η μουσική την αλλάζω τώρα!!
- Όχι, άσε τα παιδιά να ροκάρουν δεν είμαστε για πολύ εδώ, κάνει ο Άγγελος και μας σερβίρει
- Τι εννοείς δεν είμαστε για πολύ εδώ? απορώ
- Εννοώ αυτό που κατάλαβες. Είμαστε για αλλού
- Για που?
- Σκυλάδικο
- Δεν μιλάς σοβαρά?
- Στέφανε παντρεύομαι. Το σημερινό θέλω να το εκλάβεις σαν bachelor* πάρτυ και να μη μου χαλάσεις το χατήρι
- Άγγελε κάθε βράδυ ένα bachelor είναι. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί το σημερινό πρέπει να είναι ξεχωριστό?
- Γιατί είναι το δικό μου
- Και τι σε χαλάει εδώ?
- Δεν έχει διάρκεια και ήδη χασμουριέμαι. Τι λες? Θα τη πέσουμε για ύπνο?
- Όκ δεν επιμένω. Πάντως αρχίζω να συμφωνώ με κάτι.
- Με τι?
- Αυτό το bachelor θα είναι όντως διαφορετικό?
- Γιατί?
- Θα τα πληρώσει όλα ο γαμπρός
- Δεν έχω αντίρρηση να πληρώσω τα πάντα
- Ακόμα και τοκογλύφους?
- Άλλη ερώτηση..
- Πως τον βρήκες τον Σπαζοκεφαλιά?
- Άλλη κατηγορία..
- Πόσα σου στοίχισα?
- Δεν καταλαβαίνω τι μου λες..
- Όσα σου στοίχισα θα τα πάρεις πίσω.
- Βρήκες κοστούμι?
- Αυτό στο υπόσχομαι.
- Θα ντυθούμε σπίτι μου..
- Μου αρέσει που συννενοούμαστε εμείς οι δύο.
Ο Στέλιος μας ετοιμάζει υποβρύχια και με τους ήχους του "Close my eyes
forever" που παίζεται από τους πιτσιρικάδες, βυθίζονται καμαρωτά στο
αίμα μας. Sorry guys, θα προτιμήσω την πρωτότυπη εκτέλεση της Lita Ford
με έναν παρανοϊκό Ozzy. Λίγο πριν τις 02:00 αποφασίζουμε να την κάνουμε.
Χαιρετάμε τον Στέλιο ο οποίος, ελέω μαγαζιού, δεν θα μας τιμήσει με την
παρουσία του στα προσεχώς βελάσματα και κακαρίσματα θηλυκών αοιδών με
απίθανες κωλάρες και στα μουγκριτά αρσενικών τροβαδούρων με ολίγο από
πουστιά, κόκα και ψευτομαγκιά. Σερνόμαστε στην έξοδο και χωρίς να το
καταλάβουμε είμαστε μεσά στη μπέμπα του Άγγελου με κατεύθυνση παραλία.
Μπροστά κάθομαι εγώ και πίσω ο Πέτρος, ο Κοσμάς και ο Άρης. Στα μισά του
δρόμου ο Άγγελος πατώντας ένα κουμπί κατεβάζει την τέντα και ο Πέτρος
βγάζει από την ταμπακέρα του ένα τρίφυλλο και το καίει. Με δική του
παραίνεση ανεβάζουμε τα παράθυρα και αφήνουμε ανοιχτή μια χαραμάδα. Στην
απορία που εκφράζει ο Κοσμάς, ο Άρης του εξηγεί ότι αυτό γίνεται για να
μην το καπνίσει ο αέρας. Το πίνουμε αμίλητοι και όταν οι παπάδες
αρχίζουν να σκάνε την ακούμε πατόκορφα. Ο Κοσμάς με εκπλήσει. Πίνει και
αυτός. Δυσάρεστα ή ευχάριστα θα το γράψει η ιστορία. Φθάνουμε σε γνωστό
παραλιακό μαγαζί της καψουροσειράς και μια γουρουνόφατσα στην είσοδο
μας παραδίδει σε έναν μπαγλαμά* οπισθογεμή ο οποίος εν μέσω κλαμπατσίμπαλων και
καραμούζων μας παρκάρει πρώτο τραπέζι πίστα. Ο Άγγελος συνεννοείται με
τον σερβιτόρο, ο Άρης χαριεντίζεται με ένα ξέκωλο που τραγουδά
- τρόπος του λέγειν - και το ραντίζει με νεκρολούλουδα και ο Κοσμάς έχει
δαγκώσει τα δόντια του και σφίγγεται βαριανασαίνωντας.
- Ξέρεις ότι μπορείς να πας και να ξεράσεις ελεύθερα. Δεν είναι ντροπή, του λέω με τρόπο
- Ζαλίζομαι και το ταβάνι γυρίζει συνεχώς, μου κάνει με κόπο
Σε ένα ποτήρι στίβω με το χέρι δύο λεμόνια που βρίσκω στο τραπέζι και
το διαλύω με νερό. Του το δίνω να το πιει. Σε λιγότερο από μισή ώρα ο
Κοσμάς χορεύει πάνω στο τραπέζι μας.
- Που τον βρήκες αυτόν ρε? μου κάνει ο Πέτρος
- Είναι ο γείτονάς μου
- Μήπως πρέπει να του δώσεις εξιτήριο για σήμερα?
- Και αζιμούθιο* να του κόψω δεν θα βρει το σπίτι να γυρίσει
- Είδες τι κάνει το πολύ μέλι στα δάχτυλα?
- Ποια δάχτυλα. Αυτός έπεσε με τα μούτρα
- Είπαν στην γριά να χέσει έ?
- Και έχεσε και ξεκολιάστηκε...
- Πως πάει με την αϋπνία?
- Πάει και δεν πάει..
- Δηλαδή?
- Με τα φάρμακα κοιμήθηκα για λίγο
- Και μετά?
- Μια από τα ίδια
- Στο γιατρό πήγες?
- Πήγα
- Και?
- Είναι ψυχολογικό μου είπε και ότι με απασχολεί θα το βρω μέσα μου
- Του είπες ότι σε λίγο το έξω σου θα συναντήσει το μέσα σου από την έλλειψη βάρους?
- Δείχνω τόσο χάλια?
- Οι νεκροί έχουν καλύτερη όψη από τη δική σου
Εκείνη τη στιγμή σβήνουν τα φώτα, ανάβουν αναπτήρες, κινητά και από
τη πίστα ξεπροβάλλει σαν μεσσίας εξ ουρανού, μυστακοφόρος τελεμές* με
ετοιματζίδικη λευκή κοστουμιά και αρχίζει να απαγγέλει ψευτοκλανιές
με ύφος Λουτσιάνο Παβαρότι. Το κοινό από κάτω κόβει φλέβες, παραληρεί
και σιγοτραγουδά μαζί του. Αυτός με τη σειρά του ζητά περισσότερο πάθος
και κάνει μαθήματα ορθοφωνίας σε ένα κοινό που αντί να τον γιαουρτώσει
με άπαχο άπετσο και στραγγιστό στο πήλινο, τον αποθεώνει κλαίγοντας.
Μεταξύ αυτών και ο Κοσμάς. Πιο παθιασμένα από όλους. Ο Άγγελος έρχεται
και κάθεται δίπλα μου. Αδειάζουμε παρέα ότι έχει απομείνει από ένα
special ουίσκι.
- Περνάς καλά? μου κάνει
- Γαμιστερά...
Γελάει δυνατά. Μπορεί να είμαι ένα με το πάτωμα αλλά πάντοτε όταν
άκουγα τον άλλον να γελά δυνατά, αισθανόμουν μια ψυχική ανάταση. Σαν
να έκλεβα τον θάνατο. Σαν να αναμετρώμουν μαζί του στα σύνορα του Άδη
και του κατάφερνα ένα γερό χτύπημα που διαρκούσε όσο και το γέλιο του
διπλανού μου.
- Αναρωτιέσαι πως είναι ο παράδεισος? Γέλα και θα τον δεις.
- Έλα, κοίτα πόσους ανθρώπους κάνεις ευτυχισμένους, μου κάνει και μου δείχνει τον Άρη και τον Κοσμά οι οποίοι εκστασιάζονται στα ρεφρέν του ραψομανίκη.
- Γιατί νομίζω ότι η ιδέα ήταν δική σου?
- Χωρίς εσένα όλο αυτό δεν θα είχε σημασία. Δεν θα είχε γεύση
- Πως και έτσι?
- Εσύ είσαι το αλατοπίπερο της παρέας
- Να σου πω, πόσα έχεις πιει?
- Αρκετά για να λέω αλήθειες
- Να σου θυμίσω ότι εκτός από φιλόσοφος, είσαι και ο σωφέρ μας. Εκτός αν θέλεις η μπέμπα να ιδρώσει στα χέρια μου?
- Μπα, θέλει τα δικά μου χάδια.
Μια πρόποση μας βρίσκει σύσσωμους στο τραπέζι να κατεβάζουμε μια κανάτα
με καρπουζάκια. Στη πίστα έχει αρχίσει η λαϊκή ώρα, ή αλλιώς η ώρα του
βοδινού και ο ιδιοκτήτης έχει βγάλει ζωντανά στο πάλκο όλη τη μαρκίζα
του μαγαζιού. Μόνο η λεζάντα λείπει. Το αδηφάγο κοινό, η ματαιόδοξη
κοσμοπλημμύρα, οι Ελληνάρες αφού έχουν καταναλώσει ότι λουλουδικό
υπάρχει στο μαγαζί, εκτονώνονται στις χαρτοπετσέτες και μόλις
τελειώνουνε και αυτές, με πρωτεργάτη τον Άρη φέρνουν ότι
σκουπιδαριό βρίσκουν έξω από το μαγαζί και τους διπλανούς κάδους και
το εκτοξεύουν στα πόδια του γύφτικου συρφετού που δεν δείχνει να
πτοείται αλλά αντίθετα φαίνεται να το τραβάει ο οργανισμός του. Είναι
ώρα να του δίνουμε. Ο Άγγελος μας ζητά τι θέλουμε να κάνουμε. Η
πλειοψηφία ζητά στριπτιζάδικο και αφού έχουμε δημοκρατία, έστω και
πλασματική, λίγο μετά τις 04:00 σαν άλλη "Νυχτερινή περίπολος" του
Ρέμπραντ, περιπλανιώμαστε μεθυσμένοι στην Αχαρνών για την εξεύρεση της
χαμένης αντλαντίδας που στην δική μας περίπτωση είναι ένα κωλόμπαρο με
τίτλο "Μόνο καβάλα". Στην πόρτα ένας βλογιοκομένος* βλέποντας τους μισούς
από μας να ξερνούν μπροστά του και τους υπόλοιπους να του εξηγούν εν
μέσω κολλημάτων πως έχει η κατάσταση μας αρνείται κατηγορηματικά την
είσοδο. Στην θέα του πράσινου κολλαριστού κατοστάευρου από τον Άγγελο,
μας την ανοίγει και λέει και ευχαριστώ. Μπαίνοντας μέσα ο ήχος από το
"Misirlou" διασκευασμένο από τον Dick Dale και η θέα του κώλου ημίγυμνων
κοριτσιών που εκτελούν το νούμερο τους στο σωλήνα κάνει τον Άρη να
αφηνιάσει. Από κοντά και ο Κοσμάς σαν καβλωμένος σκύλος παραπατά μία απο
δω και μία από κει. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι και αντί να παραγγείλουμε
βραστό με μπόλικο λεμόνι για το στομάχι, κομπρέσες και τήλιο παίρνουμε
ουίσκι με πάγο. Τι ουίσκι δηλαδή, πυρηνέλαιο για σαπούνι ήταν αυτό. Με το
που έρχονται τα ποτά, πέντε δίμετρες από τις χώρες του πρώην ανατολικού
μπλοκ διακτινίζονται δίπλα μας. Με το καλημέρα ο Άρης εξαφανίζεται. Η
τύπισσα που με πλευρίζει κάτι μου λέει στην γλώσσα της που δεν
πολυκαταλαβαίνω. Η προσπάθεια να μου μιλήσει αγγλικά αποβαίνει άκαρπη.
Αυτό που καταλαβαίνω απόξω απόξω είναι ότι τη λένε Τατιάνα και της
αρέσει να με χουφτώνει. Αλλά πεπεισμένη ότι μαζί μου δεν πρόκειται να
δει το χρώμα του χρήματος αποκαρδιώνεται και την κάνει για άλλες
πολιτείες. Μετά από λίγο ο Άγγελος με μια ξανθομαλλούσα Ραπουνζέλ*
ανεβαίνει στα ιδιαίτερα πατώματα για ένα prive χορό και αμέσως μετά
τον ακολουθεί και ο Πέτρος με μια μελαψή Μουλάν*. Μένει ο Κοσμάς να
με κοιτά ξελιγωμένος. Εκείνη τη στιγμή ανεβαίνει για το νούμερο της
μια μαυρομαλλούσα λεοπάρδαλη με μεγάλα μαύρα μάτια και κορμί να θες
να το πιεις στο ποτήρι και να το γλύψεις πόντο πόντο. Σπιθαμή προς
σπιθαμή. Ξεκινά να χορεύει στους ρυθμούς του "Walking With A Ghost"
των The National Fanfare of Kadebostany. Κατεβάζω το ποτό μου και
αρχίζω σιγά σιγά να βυθίζομαι στη παραίσθηση του κορμιού της. Ένα
αιλουροειδές που ήρθε να εξουσιάσει τα δουλικά ανδρικά κορμιά της
υφηλίου. Χορεύει σαν άλλη Σαλώμη, το χορό των εφτά πέπλων και είμαι
έτοιμος να της δώσω το κεφάλι μου στο πιάτο.
- Αν δίναμε τα κλειδιά του κόσμου τούτου στις γυναίκες πόσο καλύτερος θα ήταν, από αυτή τη χαβούζα που ζούμε τώρα?
Μόλις η παράσταση τελειώνει, δεν περιμένω να έρθει αυτή σε μένα, πηγαίνω
εγώ σε αυτήν. Την πιάνω από το χέρι και την οδηγώ στο καθαρτήριο της ψυχής
μου. Δεν είναι η κόλαση. Μήτε και ο παράδεισος. Είναι το ενδιάμεσο.
- Με λένε Ναταλία, μου εκμυστηρεύεται σε άπταιστα ελληνικά. Εσένα?
- Έχει νόημα?
- Με 100 ευρώ μπορούμε να κάνουμε ότι θέλεις?
- Μόνο χορό
- Οκ. Μπορείς να με πιάνεις όπου θες
Την στιγμή που η Ναταλία τρίβεται πάνω στον κάβαλο μου αισθάνομαι σαν
τον Σίσυφο τον μυθικό βασιλιά της Κορίνθου, ο οποίος ξεγέλασε τον
θάνατο για χάρη του μεγαλείου της ζωής και του έρωτα. Και το έκανε δύο
φορές ο αθεόφοβος. Οι Θεοί του Ολύμπου για να τον τιμωρήσουν που τους
περιέπαιξε, τον έστειλαν κάτω στον Άδη και τον έβαλαν να σέρνει ένα
μεγάλο βράχο μέχρι το βουνό. Όταν τον έφτανε μέχρι την κορυφή ο βράχος
κυλούσε πάλι πίσω. Και ο Σίσυφος ήταν αναγκασμένος να το κάνει αυτό
ξανά και ξανά στην αιωνιότητα. Ένας βράχος είναι η ζωή μου. Πάει και
έρχεται. Ευτυχία που είσαι...
Όταν κατεβαίνω τους βρίσκω όλους, πλυν του Κοσμά. Ο Άγγελος και ο Πέτρος
αποφασίζουν να φύγουν. Τώρα με τη μπέμπα ή με το ασθενοφόρο, είναι ένα
θέμα. Ο Άρης θα μείνει με τα κορίτσια.
- Ο Κοσμάς που είναι?
Μάλλον θα έφυγε. Ξαφνικά μια έντονη δυσφορία και μια ταχυπαλμία με οδηγεί
στην έξοδο. Κάθομαι στο κεφαλόσκαλο. Το στόμα μου έχει αφυδατωθεί και όλα
τα βλέπω θολά. Εκείνη τη στιγμή φωνές ακούγονται απο μέσα και φασαρία.
- Θεέ μου τι έκανε πάλι ο Άρης? μονολογώ
αλλά τα τερτίπια της ζωής με διαψεύδουν οικτρά. Η πόρτα ανοίγει και ο
Κοσμάς αλά μπρατσέτα βγαίνει κλωτσηδόν απέξω. Είναι χωρίς πουκάμισο και
φανέλα. Γυμνός από την μέση και πάνω. Φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση.
- Ρε Κοσμά τι έγινε μέσα? απορώ
- Με τις παλιοκαριόλες που έμπλεξα σήμερα..
- Κοσμά σύνελθε! Είσαι μεθυσμένος!
- Να μη θέλουν να γαμηθούν..
- Ρε Κοσμά εσύ βιώνεις μια ιεροτελεστία, μια μορφή δέσμευσης με την κοπελιά σου!
- Ρε δε πανά γαμηθείς και συ..
Αυτό μου είπε ο Κοσμάς ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων και εξαφανίστηκε.
Μετά, αυτό που θυμάμαι είναι ότι, ενημέρωσα τον πορτιέρη, να ενημερώσει
με την σειρά του τον Άρη χωρίς να τον διακόψει - αυτό του το τόνισα
ιδιαίτερα - ότι λιποθυμάω. Και αφού άραξα σε ιδανικό σημείο και είδα
ότι ήμουν αρκετά ασφαλής από τυχόν πέσιμο ή χέσιμο, λιποθύμισα.
Βλέπετε, δεν ξέρω αν σας το έχω αναφέρει ήδη, είμαι κύριος και στις
λιποθυμίες μου...
*Guest = Επισκέπτης, καλεσμένος, προσκεκλημένος.
*Τσελεμεντές = Νικόλαος Τσελεμεντές. Αρχιμάγειρος του 20ου αιώνα. Εμπνευστής
του γνωστού ομώνυμου βιβλίου με συνταγές, ο πρώτος ολοκληρωμένος οδηγός
μαγειρικής
*Στίχος του Νίκου Καββαδία από το "Αρμίδα"
*Bachelor = Πάρτυ εργένηδων
*Μπαγλαμάς = Τρίχορδο μουσικό όργανο. Μεταφορικά ο τιποτένιος, ο μηδαμινός,
ο ασήμαντος, ή, απλά, ο μαλάκας
*Αζιμούθιο = Από τη γαλλική λέξη azimut. Είναι η γωνία σε μοίρες που σχηματίζεται
από την κατεύθυνση του Βορρά και της διεύθυνσης κατά την φορά των δεικτών του
ρολογιού.
*Τελεμές = Από την τούρκικη λέξη teleme. Είδος μαλακού λευκού τυριού
*Βλογιοκομένος = Ο σημαδεμένος από τα εξανθήματα της ευλογιάς.
*Ραπουνζέλ = Παραμύθι ευρύτερα γνωστό από την συλλογή παραμυθιών των αδελφών Grimm
*Μουλάν = Ηρωίδα στην ομώνυμη ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney.
- Σας προτείνουν 500.000 ευρώ για να πάρετε ένα τσιμπούκι από έναν χοντρό γέρο - μέθυσο, τι κάνετε? ρωτά δυνατά ο Άρης χωρίς να ενοχλείται ιδιαίτερα αν τον ακούν από δίπλα
- Αυτός που δίνει το χρήμα μπορεί να δώσει κάτι παραπάνω? αναρωτιέται ο Στέλιος
- Όχι, 500.000 ευρώ μόνο. Φράγκο παραπάνω, κάνει αδίσταχτα ο Άρης
- Και τα 500.000 ευρώ βέβαια δεν με χαλάνε. Όπως και να το κάνουμε είναι ένα σεβαστό ποσό. Χρειάζεται σκέψη και περισυλλογή, αποφαίνεται πάλι ο Στέλιος
- Γιατί χοντρός, γέρος και μεθυσμένος? ρωτώ τον στοχαστή του ερωτήματος
- Δεν καταλαβαίνω το πνεύμα της ερώτησης σου..
- Γιατί να μην είναι νέος, λεπτός, ωραίος και νηφάλιος?
- Εγώ θέτω τους κανόνες
- Έτσι όπως τους θέτεις, αποκλείοντας κάποιους τους νομιμοποιείς
- Εξακολουθώ να μην σε καταλαβαίνω, κάνει ο Άρης φανερά προβληματισμένος
- Λέω ότι όπως θέτεις το ερώτημα αποκλείοντας από τα κριτήρια σου, τους νέους και όμορφους δείχνεις ότι δεν θα είχες πρόβλημα να την βρέξεις στο στόμα σου αν αφορούσε μόνο αυτούς?
- Εγώ τελικά από ποιον πρέπει να πάρω τσιμπούκι? απορεί ο Στέλιος
Ο Κοσμάς ξεκαρδίζεται, γεγονός που κάνει έξαλλο τον Άρη
- Στέφανε το ερώτημα έτσι είναι και δεν αλλάζει? Λοιπόν?
- Σύμφωνα με σένα όλα τα ερωτήματα σου καταλήγουν σε ψευτοδιλήμματα και όλα έχουν τιμή?
- Κάπως έτσι
- Εγώ, λοιπόν, δεν σε ακολουθώ σε αυτό
- Και γιατί παρακαλώ?
- Γιατί λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου και παραδοθώ στον βαρκάρη για να με περάσει απέναντι, θέλω να θυμάμαι πράγματα που χόρτασαν την ψυχή μου όπως μία χαραυγή στην Αμοργό, ένα φλαμένκο στην Γρανάδα, μία ομίχλη στα Γιάννενα με εκείνη ή μια οικεία φωνή στη Βιέννη και όχι ένα τσιμπούκι πολλών χιλιάδων ευρώ
- Για σκέψου όμως πριν κλείσεις τα μάτια σου όπως λες, να αναρωτιέσαι που δεν το πήρες?
Λέγοντας αυτό το τελευταίο με κοιτά πολύ σοβαρά. Αρχίζω να γελάω
παρατεταμένα και νευρικά. Πηγαίο γέλιο κατευθείαν μέσα από το στομάχι.
- Τελικά δεν σε πιάνει πουθενά κανένας. Αναρωτιέμαι, με πόσο ξύλο ακόμα θα στρώσεις?
- Είμαι ανεπίδεκτος μαθήσεως, φίλε μου. Και το ξύλο δεν το φοβάμαι. Έχω εσένα
- Τι θα σε κάνω?
- Μπιμπελό στο τοίχο.
Ο Στέλιος ετοιμάζει μια κατάνυξη με τεκίλες σφηνάκι και τις μοστράρει
στη μπάρα στη σειρά σαν εκτελεστικό απόσπασμα. Με το παράγγελμα πυρ
σηκώνονται στα χέρια και αφανίζονται μονομιάς στα στεγνά λαρύγγια μας.
Ο Κοσμάς που δεν είναι συνηθισμένος, δείχνει ζαλισμένος
- Όλα καλά? του κάνω
- Μια χαρά. Γιατί ρωτάς?
- Να ανησυχείς όταν σταματήσω να σε ρωτώ
- Πράγμα που θα σημαίνει?
- Ότι είσαι μόνος
- Δεν καταλαβαίνω. Καλά δε περνάμε?
- Κοσμά σε αυτή την παρέα στην αρχή πάντα είναι καλά. Και στο μεταξύ ακόμα καλύτερα. Στο τέλος όμως είσαι μόνος, αναρωτιέσαι τι πήγε λάθος και εύχεσαι να μην είχες πιει τόσο πολύ
- Άρα?
- Σταμάτα να πίνεις. Είσαι νεούδι στο ποτό και δεν χρειάζεται να το ζορίσεις.
- Μην αγχώνεσαι. Τα έχω τετρακόσια
- Ότι πεις και ότι πιεις λοιπόν..
Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και η οινοποσία συνεχίζεται εξαντλητικά.
Λίγο μετά τις 00:00 μια μπάντα με τέσσερα ροκαμπίλια με μαλλί αφέλεια
ξεκινούν να παίζουν το "Highway star" των Deep Purple. Τα τσογλάνια το
παίζουν γαμημένα καλά και το μαγαζί αρχίζει να δονείται στους
εξαντλητικούς ρυθμούς τους. Ή, τελοσπάντων, μπορεί και να μου φαίνεται.
Στο σόλο του κιθαρίστα ο Άγγελος και ο Πέτρος εμφανίζονται στην είσοδο
και μέχρι να φτάσουν στο μπαρ λικνίζονται στο τρελό ρυθμό της λεωφόρου
των αστεριών. Καθώς πλησιάζουν παρατηρώ τα βλέμματα τους. Χαμένοι στο
άπειρο. Τα μάτια τους έχουν μια φρέσκαδα που δεν συνάδει με το υπόλοιπο
κορμί που βολοδέρνει εδώ και κει. Μια γυαλάδα αστραφτερή, σαν της
κουκουβάγιας στο σκοτάδι. Το κωλύριο έχει κάνει άριστα την δουλειά του.
- Καλώς τους
- Είμαστε όλοι εδώ? κάνει ο Άγγελος
- Άπαντες παρόντες, φωνάζω θυμίζοντας λοχία πρωινής αναφοράς και τους συστήνω τον νεοφερμένο Κοσμά
- Καλώς τον κάπτεν Τζίμι και τον Μελλοθάνατο, χαιρετά ο Άρης δείχνοντας τον Πέτρο και τον Άγγελο με τη σειρά
- Γιατί αυτή η προσφώνηση? απορεί ο Κοσμάς
- Ο Άγγελος είναι ο μελλοθάνατος γιατί σε μια εβδομάδα παντρεύεται και ο Πέτρος για το πειρατικό του, εξηγώ
- Ποιο πειρατικό? επιμένει
- Που με αυτό θα φύγετε και σεις*..., κάνει ο Πέτρος θέλοντας να ρίξει φως στο σκοτάδι του Κοσμά αλλά πετυχαίνει ακριβώς το αντίθετο.
- Δεν καταλαβαίνω, κάνει ακόμα πιο μπερδεμένος
- Διάβασε Καββαδία, του λέω και το κλείνω εκεί.
Ο Στέλιος βγάζει ένα Dimple και γεμίζει μια σαμπανιέρα με πάγο. Απλώνει
την πραμάτεια του στη μπάρα και μας λέει
- Αν σας χαλάει η μουσική την αλλάζω τώρα!!
- Όχι, άσε τα παιδιά να ροκάρουν δεν είμαστε για πολύ εδώ, κάνει ο Άγγελος και μας σερβίρει
- Τι εννοείς δεν είμαστε για πολύ εδώ? απορώ
- Εννοώ αυτό που κατάλαβες. Είμαστε για αλλού
- Για που?
- Σκυλάδικο
- Δεν μιλάς σοβαρά?
- Στέφανε παντρεύομαι. Το σημερινό θέλω να το εκλάβεις σαν bachelor* πάρτυ και να μη μου χαλάσεις το χατήρι
- Άγγελε κάθε βράδυ ένα bachelor είναι. Δε μπορώ να καταλάβω γιατί το σημερινό πρέπει να είναι ξεχωριστό?
- Γιατί είναι το δικό μου
- Και τι σε χαλάει εδώ?
- Δεν έχει διάρκεια και ήδη χασμουριέμαι. Τι λες? Θα τη πέσουμε για ύπνο?
- Όκ δεν επιμένω. Πάντως αρχίζω να συμφωνώ με κάτι.
- Με τι?
- Αυτό το bachelor θα είναι όντως διαφορετικό?
- Γιατί?
- Θα τα πληρώσει όλα ο γαμπρός
- Δεν έχω αντίρρηση να πληρώσω τα πάντα
- Ακόμα και τοκογλύφους?
- Άλλη ερώτηση..
- Πως τον βρήκες τον Σπαζοκεφαλιά?
- Άλλη κατηγορία..
- Πόσα σου στοίχισα?
- Δεν καταλαβαίνω τι μου λες..
- Όσα σου στοίχισα θα τα πάρεις πίσω.
- Βρήκες κοστούμι?
- Αυτό στο υπόσχομαι.
- Θα ντυθούμε σπίτι μου..
- Μου αρέσει που συννενοούμαστε εμείς οι δύο.
Ο Στέλιος μας ετοιμάζει υποβρύχια και με τους ήχους του "Close my eyes
forever" που παίζεται από τους πιτσιρικάδες, βυθίζονται καμαρωτά στο
αίμα μας. Sorry guys, θα προτιμήσω την πρωτότυπη εκτέλεση της Lita Ford
με έναν παρανοϊκό Ozzy. Λίγο πριν τις 02:00 αποφασίζουμε να την κάνουμε.
Χαιρετάμε τον Στέλιο ο οποίος, ελέω μαγαζιού, δεν θα μας τιμήσει με την
παρουσία του στα προσεχώς βελάσματα και κακαρίσματα θηλυκών αοιδών με
απίθανες κωλάρες και στα μουγκριτά αρσενικών τροβαδούρων με ολίγο από
πουστιά, κόκα και ψευτομαγκιά. Σερνόμαστε στην έξοδο και χωρίς να το
καταλάβουμε είμαστε μεσά στη μπέμπα του Άγγελου με κατεύθυνση παραλία.
Μπροστά κάθομαι εγώ και πίσω ο Πέτρος, ο Κοσμάς και ο Άρης. Στα μισά του
δρόμου ο Άγγελος πατώντας ένα κουμπί κατεβάζει την τέντα και ο Πέτρος
βγάζει από την ταμπακέρα του ένα τρίφυλλο και το καίει. Με δική του
παραίνεση ανεβάζουμε τα παράθυρα και αφήνουμε ανοιχτή μια χαραμάδα. Στην
απορία που εκφράζει ο Κοσμάς, ο Άρης του εξηγεί ότι αυτό γίνεται για να
μην το καπνίσει ο αέρας. Το πίνουμε αμίλητοι και όταν οι παπάδες
αρχίζουν να σκάνε την ακούμε πατόκορφα. Ο Κοσμάς με εκπλήσει. Πίνει και
αυτός. Δυσάρεστα ή ευχάριστα θα το γράψει η ιστορία. Φθάνουμε σε γνωστό
παραλιακό μαγαζί της καψουροσειράς και μια γουρουνόφατσα στην είσοδο
μας παραδίδει σε έναν μπαγλαμά* οπισθογεμή ο οποίος εν μέσω κλαμπατσίμπαλων και
καραμούζων μας παρκάρει πρώτο τραπέζι πίστα. Ο Άγγελος συνεννοείται με
τον σερβιτόρο, ο Άρης χαριεντίζεται με ένα ξέκωλο που τραγουδά
- τρόπος του λέγειν - και το ραντίζει με νεκρολούλουδα και ο Κοσμάς έχει
δαγκώσει τα δόντια του και σφίγγεται βαριανασαίνωντας.
- Ξέρεις ότι μπορείς να πας και να ξεράσεις ελεύθερα. Δεν είναι ντροπή, του λέω με τρόπο
- Ζαλίζομαι και το ταβάνι γυρίζει συνεχώς, μου κάνει με κόπο
Σε ένα ποτήρι στίβω με το χέρι δύο λεμόνια που βρίσκω στο τραπέζι και
το διαλύω με νερό. Του το δίνω να το πιει. Σε λιγότερο από μισή ώρα ο
Κοσμάς χορεύει πάνω στο τραπέζι μας.
- Που τον βρήκες αυτόν ρε? μου κάνει ο Πέτρος
- Είναι ο γείτονάς μου
- Μήπως πρέπει να του δώσεις εξιτήριο για σήμερα?
- Και αζιμούθιο* να του κόψω δεν θα βρει το σπίτι να γυρίσει
- Είδες τι κάνει το πολύ μέλι στα δάχτυλα?
- Ποια δάχτυλα. Αυτός έπεσε με τα μούτρα
- Είπαν στην γριά να χέσει έ?
- Και έχεσε και ξεκολιάστηκε...
- Πως πάει με την αϋπνία?
- Πάει και δεν πάει..
- Δηλαδή?
- Με τα φάρμακα κοιμήθηκα για λίγο
- Και μετά?
- Μια από τα ίδια
- Στο γιατρό πήγες?
- Πήγα
- Και?
- Είναι ψυχολογικό μου είπε και ότι με απασχολεί θα το βρω μέσα μου
- Του είπες ότι σε λίγο το έξω σου θα συναντήσει το μέσα σου από την έλλειψη βάρους?
- Δείχνω τόσο χάλια?
- Οι νεκροί έχουν καλύτερη όψη από τη δική σου
Εκείνη τη στιγμή σβήνουν τα φώτα, ανάβουν αναπτήρες, κινητά και από
τη πίστα ξεπροβάλλει σαν μεσσίας εξ ουρανού, μυστακοφόρος τελεμές* με
ετοιματζίδικη λευκή κοστουμιά και αρχίζει να απαγγέλει ψευτοκλανιές
με ύφος Λουτσιάνο Παβαρότι. Το κοινό από κάτω κόβει φλέβες, παραληρεί
και σιγοτραγουδά μαζί του. Αυτός με τη σειρά του ζητά περισσότερο πάθος
και κάνει μαθήματα ορθοφωνίας σε ένα κοινό που αντί να τον γιαουρτώσει
με άπαχο άπετσο και στραγγιστό στο πήλινο, τον αποθεώνει κλαίγοντας.
Μεταξύ αυτών και ο Κοσμάς. Πιο παθιασμένα από όλους. Ο Άγγελος έρχεται
και κάθεται δίπλα μου. Αδειάζουμε παρέα ότι έχει απομείνει από ένα
special ουίσκι.
- Περνάς καλά? μου κάνει
- Γαμιστερά...
Γελάει δυνατά. Μπορεί να είμαι ένα με το πάτωμα αλλά πάντοτε όταν
άκουγα τον άλλον να γελά δυνατά, αισθανόμουν μια ψυχική ανάταση. Σαν
να έκλεβα τον θάνατο. Σαν να αναμετρώμουν μαζί του στα σύνορα του Άδη
και του κατάφερνα ένα γερό χτύπημα που διαρκούσε όσο και το γέλιο του
διπλανού μου.
- Αναρωτιέσαι πως είναι ο παράδεισος? Γέλα και θα τον δεις.
- Έλα, κοίτα πόσους ανθρώπους κάνεις ευτυχισμένους, μου κάνει και μου δείχνει τον Άρη και τον Κοσμά οι οποίοι εκστασιάζονται στα ρεφρέν του ραψομανίκη.
- Γιατί νομίζω ότι η ιδέα ήταν δική σου?
- Χωρίς εσένα όλο αυτό δεν θα είχε σημασία. Δεν θα είχε γεύση
- Πως και έτσι?
- Εσύ είσαι το αλατοπίπερο της παρέας
- Να σου πω, πόσα έχεις πιει?
- Αρκετά για να λέω αλήθειες
- Να σου θυμίσω ότι εκτός από φιλόσοφος, είσαι και ο σωφέρ μας. Εκτός αν θέλεις η μπέμπα να ιδρώσει στα χέρια μου?
- Μπα, θέλει τα δικά μου χάδια.
Μια πρόποση μας βρίσκει σύσσωμους στο τραπέζι να κατεβάζουμε μια κανάτα
με καρπουζάκια. Στη πίστα έχει αρχίσει η λαϊκή ώρα, ή αλλιώς η ώρα του
βοδινού και ο ιδιοκτήτης έχει βγάλει ζωντανά στο πάλκο όλη τη μαρκίζα
του μαγαζιού. Μόνο η λεζάντα λείπει. Το αδηφάγο κοινό, η ματαιόδοξη
κοσμοπλημμύρα, οι Ελληνάρες αφού έχουν καταναλώσει ότι λουλουδικό
υπάρχει στο μαγαζί, εκτονώνονται στις χαρτοπετσέτες και μόλις
τελειώνουνε και αυτές, με πρωτεργάτη τον Άρη φέρνουν ότι
σκουπιδαριό βρίσκουν έξω από το μαγαζί και τους διπλανούς κάδους και
το εκτοξεύουν στα πόδια του γύφτικου συρφετού που δεν δείχνει να
πτοείται αλλά αντίθετα φαίνεται να το τραβάει ο οργανισμός του. Είναι
ώρα να του δίνουμε. Ο Άγγελος μας ζητά τι θέλουμε να κάνουμε. Η
πλειοψηφία ζητά στριπτιζάδικο και αφού έχουμε δημοκρατία, έστω και
πλασματική, λίγο μετά τις 04:00 σαν άλλη "Νυχτερινή περίπολος" του
Ρέμπραντ, περιπλανιώμαστε μεθυσμένοι στην Αχαρνών για την εξεύρεση της
χαμένης αντλαντίδας που στην δική μας περίπτωση είναι ένα κωλόμπαρο με
τίτλο "Μόνο καβάλα". Στην πόρτα ένας βλογιοκομένος* βλέποντας τους μισούς
από μας να ξερνούν μπροστά του και τους υπόλοιπους να του εξηγούν εν
μέσω κολλημάτων πως έχει η κατάσταση μας αρνείται κατηγορηματικά την
είσοδο. Στην θέα του πράσινου κολλαριστού κατοστάευρου από τον Άγγελο,
μας την ανοίγει και λέει και ευχαριστώ. Μπαίνοντας μέσα ο ήχος από το
"Misirlou" διασκευασμένο από τον Dick Dale και η θέα του κώλου ημίγυμνων
κοριτσιών που εκτελούν το νούμερο τους στο σωλήνα κάνει τον Άρη να
αφηνιάσει. Από κοντά και ο Κοσμάς σαν καβλωμένος σκύλος παραπατά μία απο
δω και μία από κει. Καθόμαστε σε ένα τραπέζι και αντί να παραγγείλουμε
βραστό με μπόλικο λεμόνι για το στομάχι, κομπρέσες και τήλιο παίρνουμε
ουίσκι με πάγο. Τι ουίσκι δηλαδή, πυρηνέλαιο για σαπούνι ήταν αυτό. Με το
που έρχονται τα ποτά, πέντε δίμετρες από τις χώρες του πρώην ανατολικού
μπλοκ διακτινίζονται δίπλα μας. Με το καλημέρα ο Άρης εξαφανίζεται. Η
τύπισσα που με πλευρίζει κάτι μου λέει στην γλώσσα της που δεν
πολυκαταλαβαίνω. Η προσπάθεια να μου μιλήσει αγγλικά αποβαίνει άκαρπη.
Αυτό που καταλαβαίνω απόξω απόξω είναι ότι τη λένε Τατιάνα και της
αρέσει να με χουφτώνει. Αλλά πεπεισμένη ότι μαζί μου δεν πρόκειται να
δει το χρώμα του χρήματος αποκαρδιώνεται και την κάνει για άλλες
πολιτείες. Μετά από λίγο ο Άγγελος με μια ξανθομαλλούσα Ραπουνζέλ*
ανεβαίνει στα ιδιαίτερα πατώματα για ένα prive χορό και αμέσως μετά
τον ακολουθεί και ο Πέτρος με μια μελαψή Μουλάν*. Μένει ο Κοσμάς να
με κοιτά ξελιγωμένος. Εκείνη τη στιγμή ανεβαίνει για το νούμερο της
μια μαυρομαλλούσα λεοπάρδαλη με μεγάλα μαύρα μάτια και κορμί να θες
να το πιεις στο ποτήρι και να το γλύψεις πόντο πόντο. Σπιθαμή προς
σπιθαμή. Ξεκινά να χορεύει στους ρυθμούς του "Walking With A Ghost"
των The National Fanfare of Kadebostany. Κατεβάζω το ποτό μου και
αρχίζω σιγά σιγά να βυθίζομαι στη παραίσθηση του κορμιού της. Ένα
αιλουροειδές που ήρθε να εξουσιάσει τα δουλικά ανδρικά κορμιά της
υφηλίου. Χορεύει σαν άλλη Σαλώμη, το χορό των εφτά πέπλων και είμαι
έτοιμος να της δώσω το κεφάλι μου στο πιάτο.
- Αν δίναμε τα κλειδιά του κόσμου τούτου στις γυναίκες πόσο καλύτερος θα ήταν, από αυτή τη χαβούζα που ζούμε τώρα?
Μόλις η παράσταση τελειώνει, δεν περιμένω να έρθει αυτή σε μένα, πηγαίνω
εγώ σε αυτήν. Την πιάνω από το χέρι και την οδηγώ στο καθαρτήριο της ψυχής
μου. Δεν είναι η κόλαση. Μήτε και ο παράδεισος. Είναι το ενδιάμεσο.
- Με λένε Ναταλία, μου εκμυστηρεύεται σε άπταιστα ελληνικά. Εσένα?
- Έχει νόημα?
- Με 100 ευρώ μπορούμε να κάνουμε ότι θέλεις?
- Μόνο χορό
- Οκ. Μπορείς να με πιάνεις όπου θες
Την στιγμή που η Ναταλία τρίβεται πάνω στον κάβαλο μου αισθάνομαι σαν
τον Σίσυφο τον μυθικό βασιλιά της Κορίνθου, ο οποίος ξεγέλασε τον
θάνατο για χάρη του μεγαλείου της ζωής και του έρωτα. Και το έκανε δύο
φορές ο αθεόφοβος. Οι Θεοί του Ολύμπου για να τον τιμωρήσουν που τους
περιέπαιξε, τον έστειλαν κάτω στον Άδη και τον έβαλαν να σέρνει ένα
μεγάλο βράχο μέχρι το βουνό. Όταν τον έφτανε μέχρι την κορυφή ο βράχος
κυλούσε πάλι πίσω. Και ο Σίσυφος ήταν αναγκασμένος να το κάνει αυτό
ξανά και ξανά στην αιωνιότητα. Ένας βράχος είναι η ζωή μου. Πάει και
έρχεται. Ευτυχία που είσαι...
Όταν κατεβαίνω τους βρίσκω όλους, πλυν του Κοσμά. Ο Άγγελος και ο Πέτρος
αποφασίζουν να φύγουν. Τώρα με τη μπέμπα ή με το ασθενοφόρο, είναι ένα
θέμα. Ο Άρης θα μείνει με τα κορίτσια.
- Ο Κοσμάς που είναι?
Μάλλον θα έφυγε. Ξαφνικά μια έντονη δυσφορία και μια ταχυπαλμία με οδηγεί
στην έξοδο. Κάθομαι στο κεφαλόσκαλο. Το στόμα μου έχει αφυδατωθεί και όλα
τα βλέπω θολά. Εκείνη τη στιγμή φωνές ακούγονται απο μέσα και φασαρία.
- Θεέ μου τι έκανε πάλι ο Άρης? μονολογώ
αλλά τα τερτίπια της ζωής με διαψεύδουν οικτρά. Η πόρτα ανοίγει και ο
Κοσμάς αλά μπρατσέτα βγαίνει κλωτσηδόν απέξω. Είναι χωρίς πουκάμισο και
φανέλα. Γυμνός από την μέση και πάνω. Φωνάζει σε έξαλλη κατάσταση.
- Ρε Κοσμά τι έγινε μέσα? απορώ
- Με τις παλιοκαριόλες που έμπλεξα σήμερα..
- Κοσμά σύνελθε! Είσαι μεθυσμένος!
- Να μη θέλουν να γαμηθούν..
- Ρε Κοσμά εσύ βιώνεις μια ιεροτελεστία, μια μορφή δέσμευσης με την κοπελιά σου!
- Ρε δε πανά γαμηθείς και συ..
Αυτό μου είπε ο Κοσμάς ή κάτι τέτοιο τελοσπάντων και εξαφανίστηκε.
Μετά, αυτό που θυμάμαι είναι ότι, ενημέρωσα τον πορτιέρη, να ενημερώσει
με την σειρά του τον Άρη χωρίς να τον διακόψει - αυτό του το τόνισα
ιδιαίτερα - ότι λιποθυμάω. Και αφού άραξα σε ιδανικό σημείο και είδα
ότι ήμουν αρκετά ασφαλής από τυχόν πέσιμο ή χέσιμο, λιποθύμισα.
Βλέπετε, δεν ξέρω αν σας το έχω αναφέρει ήδη, είμαι κύριος και στις
λιποθυμίες μου...
*Guest = Επισκέπτης, καλεσμένος, προσκεκλημένος.
*Τσελεμεντές = Νικόλαος Τσελεμεντές. Αρχιμάγειρος του 20ου αιώνα. Εμπνευστής
του γνωστού ομώνυμου βιβλίου με συνταγές, ο πρώτος ολοκληρωμένος οδηγός
μαγειρικής
*Στίχος του Νίκου Καββαδία από το "Αρμίδα"
*Bachelor = Πάρτυ εργένηδων
*Μπαγλαμάς = Τρίχορδο μουσικό όργανο. Μεταφορικά ο τιποτένιος, ο μηδαμινός,
ο ασήμαντος, ή, απλά, ο μαλάκας
*Αζιμούθιο = Από τη γαλλική λέξη azimut. Είναι η γωνία σε μοίρες που σχηματίζεται
από την κατεύθυνση του Βορρά και της διεύθυνσης κατά την φορά των δεικτών του
ρολογιού.
*Τελεμές = Από την τούρκικη λέξη teleme. Είδος μαλακού λευκού τυριού
*Βλογιοκομένος = Ο σημαδεμένος από τα εξανθήματα της ευλογιάς.
*Ραπουνζέλ = Παραμύθι ευρύτερα γνωστό από την συλλογή παραμυθιών των αδελφών Grimm
*Μουλάν = Ηρωίδα στην ομώνυμη ταινία κινουμένων σχεδίων της Disney.