Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Το φυλάκιο

Εκείνο το πρωϊνό έμοιαζε συνηθισμένο. Σηκώθηκε λίγο πριν τις 8:00. Είχε κοιμηθεί αποβραδίς με το παντελόνι και το φανελάκι. Δεν τά βγαλε γιατί είχε σκοπό να κάνει έφοδο στις σκοπιές τα ξημερώματα αλλά σαν έφτασε εκείνη η στιγμή προτίμησε το στρώμα του, που με χάρη ακουμπούσε πάνω στους σομιέδες. Τηλεφώνησε στο τάγμα και έδωσε την πρώτη αναφορά της ημέρας. Ύστερα δίπλωσε τον υπνόσακό του και τον απίθωσε στην άκρη. Χάρη σ' αυτόν δεν είχε χαλάσει τα στρωσίδια και με λίγο σιάξιμο το κρεβάτι έμοιαζε με αεροδρόμιο. Γκελ έκανε όποιο κέρμα και νά ριχνες πάνω του. Με μια ξυριστική μηχανή στάθηκε μπροστά σε έναν μικρό καθρέφτη και σάρωσε καλά τα δύο καλοθρεμμένα του μάγουλα και τον αδύνατο μακρύ λαιμό του. Τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, έκαναν μια μικρή χωρίστρα που η κορυφή της ακουμπούσε σε ένα στρωτό σιδερωμένο μέτωπο. Δύο μεγάλα καστανά μάτια άφηναν να κυλήσει ανάμεσά τους μια λεπτή μύτη που κατέληγε σε ένα μεγάλο στόμα με σαρκώδη χείλη. Όταν τελείωσε το ξύρισμα φόρεσε το πάνω μέρος της παραλλαγής του και έδεσε τ' άρβυλά του. Έφτιαξε τον γιακά για να φαίνονται τα οπλόσημα στα πέτα και βγήκε για κατούρημα.
- Καλημέρα Δόκιμε, φώναξε ο μάγειρας. Θες καφέ?
Δεν του αποκρίθηκε. Απλά τού γνεψε καταφατικά. Με τους φαντάρους τα πήγαινε καλά. Ακολουθούσε την μέθοδο της φωτιάς. Όχι πολύ μακριά τους, για να μην κρυώνεις και όχι πολύ κοντά τους, για να μην καείς. Επαινούσε το σωστό και τιμωρούσε το λάθος. Οι αγγαρείες μοιράζονταν αξιοκρατικά όπως επίσης και οι έξοδοι. Δύο πράγματα απασχολούν τον Έλληνα στρατιώτη. Πότε θα πάρει άδεια και πότε θα κάνει τσιγάρο. Και ο ίδιος φρόντιζε και για τα δύο.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Η υπόσχεση

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο με τα χέρια του και βάλθηκε να δοκιμάσει πάλι. Άρπαξε τα σκουροφαγωμένα κάγκελα με τις χούφτες του και τα στριφογύρισε μία αριστερά, μία δεξιά. Αυτά πάλλονταν στον ρυθμό του αλλά δεν έδειχναν ιδιαίτερα συνεργάσιμα. Ήταν βαθιά μέσα στο τσιμέντο η φωλιά τους και η υγρασία φαινόταν η μοναδική φίλη που έδινε κάποια χάρη στη κίνηση τους. Πότε από δω, πότε από κει, σού δινε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Εκείνη την αίσθηση ότι θα έβγαζε το περιττό σίδερο που τον χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο και θα τρύπωνε πάλι σε αυτόν. Με αυτήν την εικόνα είχε πεισμώσει και δεν εγκατέλειπε. Και ας είχαν ματώσει οι παλάμες του από την συνεχόμενη τριβή. Πόσες ώρες άραγε είχε πιαστεί με δαύτα? Ξημέρωνε σε λίγο...
- Χάραξε Γέστα?
- Μόλις...
- Ακόμα παλεύεις με τα σίδερα?
- Θα μπορούσες να βάλεις ένα χεράκι...
- Τι νόημα έχει?
- Αυτό μην το ξαναπείς Δημά, γιατί σε πνίγω με τα χέρια μου πριν φτάσεις στο σταυρό...
Το ύφος που τον κοίταξε ήταν αρκετό για να μην ξαναμιλήσει. Τα μελιά μάτια κάτω από ένα ζευγάρι πυκνών φρυδιών που ζευγάρωνε με μία γαμψή γερακίσια μύτη ανάμεσα σε δύο ξεραγκιανά μάγουλα και ένα σμιλεμένο στόμα με ουλές στις άκρες των χειλιών, στεφανωμένο από κατσαρά μαύρα μαλλιά στέκονταν απέναντί του σε στάση προσοχής και τον εξέταζε εξονυχιστικά. Χαμήλωσε το βλέμμα του και προτίμησε να σιωπήσει.
- Αν είχα λίγο χρόνο ακόμα...
- Τι θα μας κάνουν Γέστα?