Εκείνο το πρωϊνό έμοιαζε συνηθισμένο. Σηκώθηκε λίγο πριν τις 8:00. Είχε κοιμηθεί αποβραδίς με το παντελόνι και το φανελάκι. Δεν τά βγαλε γιατί είχε σκοπό να κάνει έφοδο στις σκοπιές τα ξημερώματα αλλά σαν έφτασε εκείνη η στιγμή προτίμησε το στρώμα του, που με χάρη ακουμπούσε πάνω στους σομιέδες. Τηλεφώνησε στο τάγμα και έδωσε την πρώτη αναφορά της ημέρας. Ύστερα δίπλωσε τον υπνόσακό του και τον απίθωσε στην άκρη. Χάρη σ' αυτόν δεν είχε χαλάσει τα στρωσίδια και με λίγο σιάξιμο το κρεβάτι έμοιαζε με αεροδρόμιο. Γκελ έκανε όποιο κέρμα και νά ριχνες πάνω του. Με μια ξυριστική μηχανή στάθηκε μπροστά σε έναν μικρό καθρέφτη και σάρωσε καλά τα δύο καλοθρεμμένα του μάγουλα και τον αδύνατο μακρύ λαιμό του. Τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, έκαναν μια μικρή χωρίστρα που η κορυφή της ακουμπούσε σε ένα στρωτό σιδερωμένο μέτωπο. Δύο μεγάλα καστανά μάτια άφηναν να κυλήσει ανάμεσά τους μια λεπτή μύτη που κατέληγε σε ένα μεγάλο στόμα με σαρκώδη χείλη. Όταν τελείωσε το ξύρισμα φόρεσε το πάνω μέρος της παραλλαγής του και έδεσε τ' άρβυλά του. Έφτιαξε τον γιακά για να φαίνονται τα οπλόσημα στα πέτα και βγήκε για κατούρημα.
- Καλημέρα Δόκιμε, φώναξε ο μάγειρας. Θες καφέ?
Δεν του αποκρίθηκε. Απλά τού γνεψε καταφατικά. Με τους φαντάρους τα πήγαινε καλά. Ακολουθούσε την μέθοδο της φωτιάς. Όχι πολύ μακριά τους, για να μην κρυώνεις και όχι πολύ κοντά τους, για να μην καείς. Επαινούσε το σωστό και τιμωρούσε το λάθος. Οι αγγαρείες μοιράζονταν αξιοκρατικά όπως επίσης και οι έξοδοι. Δύο πράγματα απασχολούν τον Έλληνα στρατιώτη. Πότε θα πάρει άδεια και πότε θα κάνει τσιγάρο. Και ο ίδιος φρόντιζε και για τα δύο.