Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Κοίτα με στα μάτια

Το ραντεβού ήταν κανονισμένο για τις 11 Σεπτέμβρη. Είχες αποφασίσει από καιρό τώρα να εισβάλλεις τρομοκρατικά στην ζωή μου και γω σαν άλλος δίδυμος πύργος σε περίμενα απροστάτευτος. Θεέ μου, πόση ευτυχία μπορείς να χωρέσεις μες στα συντρίμια μου; Πως μπορείς να βάλεις φωτιά μέσα στο οικοδόμημα μου και τα κύτταρά μου να χορεύουν λυτρωμένα; Πως κάνεις δύο ψευτοπερήφανα μάτια να κοκκινίζουν χαμένα κάτω από δύο ταλαιπωρημένες βλεφαρίδες που με κόπο προσπαθούν να κρύψουν το φως της αλήθειας; Πως ξαφνικά πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι άλλος άνθρωπος;
Πονάει το στομάχι μου. Μετά την τρίτη φορά σταμάτησα να μετράω πότε πήγα τουαλέτα. Έχω τάση για εμετό και κρυώνω λίγο, αν και το καλοκαίρι βαστάει ακόμα. Πρέπει να φάω κάτι. Να πιέσω τον εαυτό μου να δοκιμάσει κάτι. Το στομάχι μου έχει κλείσει και θα κάνω μεγάλη προσπάθεια. Εκείνη από ώρα πια, είναι έτοιμη. Με κοιτά με τα δυο πράσινα μάτια της στοργικά και παρά τους πόνους έχει το νου της σε μένα.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Χους εις χουν


Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ήταν πλέον μόνη. Πέταξε τα παπούτσια της και σύρθηκε στο μπάνιο. Στον καθρέφτη έριξε μια ματιά στο πρόσωπό της. Το βρήκε κουρασμένο αλλά συνάμα πιο ζωντανό από κάθε άλλη φορά. Τα λυτά κατσαρά μαύρα μαλλιά της έπεφταν στα καταπράσινα μάτια της και σχημάτιζαν έναν καταρράκτη ομορφιάς.  Ξεκρέμασε τα σκουλαρίκια της και έβγαλε το σταυρό της. Με αυτόν την είχε λαδώσει ο νονός της και δεν τον είχε αποχωριστεί τα τελευταία τριάντα έξι χρόνια. Σε πιο αργό ρυθμό αφαίρεσε και τα υπόλοιπα ρούχα. Λίγο πριν γλιστρήσει στην μπανιέρα χτύπησε το τηλέφωνο του δωματίου. Το κινητό της το είχε απενεργοποιήσει και κανένας δεν ήξερε ότι βρίσκεται εκεί. Αν δεν το σήκωνε δεν θα μάθαινε ποτέ και με αυτή την σκέψη δρασκέλισε στα γυμνά μέχρι το ακουστικό.
Ήταν από την ρεσεψιόν και την ενημέρωσαν για το δείπνο. Θα σερβιριζόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου στις 20:00 μμ. Η ίδια ζήτησε πολύ ευγενικά να το φέρουν στο δωμάτιο της και αφού έκλεισε το τηλέφωνο πρόσεξε ότι στεκόταν απέναντι σ' έναν ολόσωμο καθρέφτη. Παρατήρησε το σώμα της. Το καλύτερο σημείο πάνω της αναμφίβολα ήταν τα πόδια της. Ξεκινούσαν από κάτω σαν δύο επίχρυσα κηροπήγια και στην κορφή τους κρατούσαν με δόξα και τιμή δύο κέρινους αλαβάστρινους γλουτούς, οι οποίοι είχαν στηθεί εκεί για να παραφυλάνε τον κήπο της Εδέμ που ανάβλυζε ανάμεσά τους. Πάνω από τους κλειδοκράτορες γλουτούς έστεκε μια μέση δαχτυλίδι. Ναι, σίγουρα αυτή ήταν η βασίλισσα μέσα στο παραλήρημά της .Προσγειώθηκε απότομα,από τις λάγνες εικόνες της, αντικρύζοντας το στήθος της. Εκεί που κάποτε στέκονταν αγέρωχα και περήφανα δύο ώριμα αχλάδια και σε κοίταζαν με τέτοια έξαψη που μέχρι και ο Αδάμ αν τα έβλεπε θα ξέχναγε τι εστί μήλο, σήμερα σε θωρούν δύο ξεφούσκωτα λάστιχα με τρύπια σαμπρέλα που δεν τα σώζει μήτε μπάλωμα, μήτε βουλκανιζατέρ.