Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Το προξενιό


Με φωνάζουν αλλά κάνω πως δεν ακούω. Έχω φτιάξει ένα σπαθί από ξύλο και το κουβαλώ πάντα μαζί μου. Σήμερα είμαι ο Άραμις από τους "Τρεις Σωματοφύλακες". Χθες ήμουν ο Άθως. Με τον Φίλιππα, τον Ηλία και τον Νικόλα αλλάζουμε συνέχεια ρόλους και αυτοσχεδιάζουμε. Πήγε κιόλας μεσημέρι. Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Με τους φίλους μου δίνω ραντεβού για το απόγευμα και από τα νεύρα μου ξεσπώ σε μια αμυγδαλιά με πράσινους καρπούς. Με το παιδικό φονικό μου όπλο τραυματίζω κάμποσα αμύγδαλα και αφού τα αποτελειώσω με μια πέτρα γεύομαι το καρπό τους. Στην αυλή κάθεται η θεία μου και κεντάει. Πριν μπω μέσα στέκομαι και πλένω τα χέρια μου σε μια παγουρό-βρύση. Είμαι ιδρωμένος και πεινάω.
 
- Λούη θέλω να είσαι φρόνιμος το απόγευμα. Μη μου χαλάσεις το προξενιό με τα καμώματα σου, κάνει χωρίς να πάρει τα μάτια της πάνω από το εργόχειρο.

Στο κατώϊ η γιαγιά μου κοσκινίζει τ' αλεύρι και ετοιμάζεται να ζυμώσει. Θα φτιάξει ψωμί και τηγανό-ψωμα με μέλι και ζάχαρη. Μέχρι να γίνουν παίρνει ένα ξεροκόμματο το βρέχει με νερό, το ραντίζει με λάδι, ρίχνει αλάτι, λίγο ξύδι και το πασπαλίζει με ρίγανη. Το τρώω βιαστικά και πάω και κάθομαι στο μπουχαρί.  Δίπλα μου ο παππούς μου αραχτός, τρίβει το μουστάκι του και το βλέμμα του με αγκαλιάζει. Αυτός το έκαμε το χρέος του. Στο σπιτικό του κάθε καλοκαίρι ανταμώνουν τρεις φαμίλιες. Αυτό το πέτρινο αρχοντικό που τό χτισε σπιθαμή προς σπιθαμή ο προ-πάππους μου  - ένας ημίθεος που έπιανε την πέτρα και την έστιβε -  και το τελειοποίησε ο ίδιος, κάθονται στο μεσημεριάτικο τραπέζι τρεις ολόκληρες γενιές. Αυτός, η γιαγιά μου, τα παιδιά του που καμώνονται για τις οικογένειες τους και τα εγγόνια του που τα μικρότερα χαλούν τον κόσμο με τις φωνές τους - μεταξύ αυτών και γω - και τα μεγαλύτερα ετοιμάζονται για παντρειά.

- Παππού, πες μου το παραμύθι με το τσαμ  κορελάκι? κάνω με λαχτάρα και αυτός φτιάχνει την χωρίστρα πάνω από το σκαμένο με ρυτίδες μέτωπο του και δεν μου χαλάει ποτέ το χατίρι.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Το νου σου...


Σε λίγο ξημερώνει
Κοντοζυγώνει, λοιπόν
Φοβάμαι
Δεν πρέπει
Φοβάμαι
Κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη
Δεν τον αναγνωρίζω
Δεν είμαι εγώ
Μια μπάλα σφαιρική έχει πάρει την θέση μου
Κυλάει εδώ και κει
Τα πόδια μου έχουν πρηστεί
Αρνούνται να μπουν σε παπούτσια
Τις φλέβες μπορώ να τις ψηλαφίσω
Μοιάζουν με κορδόνια μπλεγμένα
Ικανά να με ρίξουν κάτω
Το στήθος μου μεγάλωσε
Βάρυνε
Οι ώμοι μου έκλεισαν προς τα μέσα
Βαλθήκανε πεισματικά να το κρατάνε
Μια καμπούρα κοσμεί την πλάτη μου
Η μέση δείχνει ανήμπορη να με σηκώσει
Κόπηκε στα δυο
Το κεφάλι πνίγεται
Πολλές οι σκέψεις του μυαλού
Η καρδιά δείλιασε
Κρύφτηκε

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Το προαίσθημα


07:00 : Δεν άφησε το ξυπνητήρι να χτυπήσει. Ήταν ξύπνιος και με το χέρι του τό κανε να σωπάσει πριν αυτό κουδουνίσει μονότονα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι σαν έφηβος και μπήκε στη ντουζιέρα. Το παγωμένο νερό έπεσε σαν μικρός χείμαρρος στο σβέρκο του και τού κοψε την ανάσα. Ένα ένα τα μουδιασμένα του κύτταρα μπήκαν σε αρμονία και ξανάρχισαν να εργάζονται στο μαραθώνιο της ζωής. Με μια πετσέτα σκούπισε τα πυκνά μαύρα μαλλιά του και δένοντας τη στην μέση του, βγήκε από το μπάνιο.  Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε από μέσα μία μαύρη πλαστική συσκευασία με ένα μεγάλο φερμουάρ στην μέση. Όταν το τράβηξε αντίκρισε το τυχερό του μπλε σκούρο κοστούμι. Με σύντομες κινήσεις το φόρεσε και το συνδύασε με κρεμ ριγέ πουκάμισο και μοκασίνια. Στην αριστερή τσέπη του σακακιού πρόσθεσε την τελευταία πινελιά. Ένα μαντήλι χρώματος σομόν έδειχνε τα δόντια του. Έφτιαξε καφέ στην κουζίνα μ' άρωμα φουντούκι και τον ήπιε χαζεύοντας τηλεόραση. Πριν φτάσει στην εξώπορτα κοντοστάθηκε στον καθρέφτη και τσέκαρε το είδωλό του. Συνειδητοποίησε ότι οι κροτάφοι του είχαν ήδη αρχίζει να ασπρίζουν. Τα μελιά του μάτια χάζευαν ένα φρέσκο πρόσωπο από τ' οποίο εξείχε μια μεγάλη μύτη που ρουθούνιζε γεμάτη τρίχες. Ένα μικρό στόμα με στεγνά χείλη πάνω σ' ένα μακρύ πηγούνι ολοκλήρωνε το μωσαϊκό της κεφαλής του. Λίγο πριν γλιστρήσει έξω, φώναξε δυνατά για να ξυπνήσει το γιό του ο οποίος, αν και πρωτοετής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Νομικής είχε να πατήσει κάτι μήνες.

07:30 : Οι φωνές της γυναίκας του έπιασαν τόπο. Άνοιξε τα μάτια του με κόπο. Ζήτημα να είχε κοιμηθεί δύο ώρες. Η νεογέννητη κόρη του δεν είχε σταματήσει να κλαίει όλη νύχτα. Μόνο αντάμα με το βυζί της μάνας της, ηρεμούσε. Κατούρησε στην λεκάνη και έβρεξε το πρόσωπο του στον νιπτήρα. Φόρεσε ένα γκρι υφασμάτινο παντελόνι και το μπλε πουκάμισο της υπηρεσίας του. Δύο πάνινα παπούτσια με λυτά τα κορδόνια και ένας τούρκικος καφές με ολίγη τον συνόδεψαν στην πόρτα. Πριν την διαβεί άφησε κάτι ψιλά στην κυρά του για τα ψώνια της ημέρας. Κλείνοντας τη πίσω του έκανε το σταυρό του και βγήκε στο δρόμο. Στα μισά ένοιωσε ένα σφίξιμο στο ύψος του στέρνου του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έφτασε στη δουλειά στην ώρα του και παρέλαβε από τον προϊστάμενό του ένα χαρτάκι με τα δρομολόγια της βάρδιας του. Λίγο πριν πιάσει το τιμόνι, έφτιαξε τους καθρέφτες για να βλέπει πίσω και παράλληλα χάζεψε το κουφάρι του. Τα πράσινα μάτια του είχαν ταίρι δύο μαύρους κύκλους και έχασκαν παρέα με μια γαμψή μύτη και δύο χλωμά μάγουλα καρφωμένα σ' ένα πλαδαρό σώμα δίχως λαιμό. Έβαλε μπροστά, έκλεισε τις πόρτες και κίνησε για την επόμενη στάση.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Κοίτα με στα μάτια

Το ραντεβού ήταν κανονισμένο για τις 11 Σεπτέμβρη. Είχες αποφασίσει από καιρό τώρα να εισβάλλεις τρομοκρατικά στην ζωή μου και γω σαν άλλος δίδυμος πύργος σε περίμενα απροστάτευτος. Θεέ μου, πόση ευτυχία μπορείς να χωρέσεις μες στα συντρίμια μου; Πως μπορείς να βάλεις φωτιά μέσα στο οικοδόμημα μου και τα κύτταρά μου να χορεύουν λυτρωμένα; Πως κάνεις δύο ψευτοπερήφανα μάτια να κοκκινίζουν χαμένα κάτω από δύο ταλαιπωρημένες βλεφαρίδες που με κόπο προσπαθούν να κρύψουν το φως της αλήθειας; Πως ξαφνικά πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι άλλος άνθρωπος;
Πονάει το στομάχι μου. Μετά την τρίτη φορά σταμάτησα να μετράω πότε πήγα τουαλέτα. Έχω τάση για εμετό και κρυώνω λίγο, αν και το καλοκαίρι βαστάει ακόμα. Πρέπει να φάω κάτι. Να πιέσω τον εαυτό μου να δοκιμάσει κάτι. Το στομάχι μου έχει κλείσει και θα κάνω μεγάλη προσπάθεια. Εκείνη από ώρα πια, είναι έτοιμη. Με κοιτά με τα δυο πράσινα μάτια της στοργικά και παρά τους πόνους έχει το νου της σε μένα.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Χους εις χουν


Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ήταν πλέον μόνη. Πέταξε τα παπούτσια της και σύρθηκε στο μπάνιο. Στον καθρέφτη έριξε μια ματιά στο πρόσωπό της. Το βρήκε κουρασμένο αλλά συνάμα πιο ζωντανό από κάθε άλλη φορά. Τα λυτά κατσαρά μαύρα μαλλιά της έπεφταν στα καταπράσινα μάτια της και σχημάτιζαν έναν καταρράκτη ομορφιάς.  Ξεκρέμασε τα σκουλαρίκια της και έβγαλε το σταυρό της. Με αυτόν την είχε λαδώσει ο νονός της και δεν τον είχε αποχωριστεί τα τελευταία τριάντα έξι χρόνια. Σε πιο αργό ρυθμό αφαίρεσε και τα υπόλοιπα ρούχα. Λίγο πριν γλιστρήσει στην μπανιέρα χτύπησε το τηλέφωνο του δωματίου. Το κινητό της το είχε απενεργοποιήσει και κανένας δεν ήξερε ότι βρίσκεται εκεί. Αν δεν το σήκωνε δεν θα μάθαινε ποτέ και με αυτή την σκέψη δρασκέλισε στα γυμνά μέχρι το ακουστικό.
Ήταν από την ρεσεψιόν και την ενημέρωσαν για το δείπνο. Θα σερβιριζόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου στις 20:00 μμ. Η ίδια ζήτησε πολύ ευγενικά να το φέρουν στο δωμάτιο της και αφού έκλεισε το τηλέφωνο πρόσεξε ότι στεκόταν απέναντι σ' έναν ολόσωμο καθρέφτη. Παρατήρησε το σώμα της. Το καλύτερο σημείο πάνω της αναμφίβολα ήταν τα πόδια της. Ξεκινούσαν από κάτω σαν δύο επίχρυσα κηροπήγια και στην κορφή τους κρατούσαν με δόξα και τιμή δύο κέρινους αλαβάστρινους γλουτούς, οι οποίοι είχαν στηθεί εκεί για να παραφυλάνε τον κήπο της Εδέμ που ανάβλυζε ανάμεσά τους. Πάνω από τους κλειδοκράτορες γλουτούς έστεκε μια μέση δαχτυλίδι. Ναι, σίγουρα αυτή ήταν η βασίλισσα μέσα στο παραλήρημά της .Προσγειώθηκε απότομα,από τις λάγνες εικόνες της, αντικρύζοντας το στήθος της. Εκεί που κάποτε στέκονταν αγέρωχα και περήφανα δύο ώριμα αχλάδια και σε κοίταζαν με τέτοια έξαψη που μέχρι και ο Αδάμ αν τα έβλεπε θα ξέχναγε τι εστί μήλο, σήμερα σε θωρούν δύο ξεφούσκωτα λάστιχα με τρύπια σαμπρέλα που δεν τα σώζει μήτε μπάλωμα, μήτε βουλκανιζατέρ.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Η φούσκα ( 3o Μέρος )

Την άκουσε χωρίς να την διακόψει. Όση ώρα του μιλούσε, σκεφτόταν την προκομένη την κόρη του. Πάλι γύρισε ξημερώματα σπίτι. Μετά από τόσους καβγάδες αυτή εκεί. Tο χαβά της. Το αφτί της δεν ίδρωνε. Έδινε και το κακό παράδειγμα στις τρεις μικρότερες αδελφές της που μάθαιναν τα κατορθώματα της και βάλε με το νου σου τι φαντάζονταν. Βλέπεις, την είχαν ως πρότυπο. Από την άλλη είχε και τους γείτονες να σχολιάζουν: "Ολόκληρος διοικητής και να μην μπορεί να βάλει σε τάξη το σπίτι του, σκέψου τι γίνεται στο έρμο τ' αστυνομικό τμήμα!" Πόσο λαχταρούσε να είχε κάνει ένα γιο! Η φύση όμως είχε άλλα σχέδια. Μετά την τέταρτη απόπειρα σταμάτησε την προσπάθεια. Τον παρηγορούσε που και που, κάτι που είχε διαβάσει κάπου - δεν θυμόταν που - και έλεγε ότι κορίτσια κάνουν μόνο οι άντρακλες.
Τρίτη γενιά αστυνομικός, είχε ακολουθήσει πιστά τα χνάρια πατέρα και παππού και είχε ανεβεί σύντομα τα σκαλιά της ιεραρχίας. Έβγαλε ασπροπρόσωπο το σόϊ - αν εξαιρέσεις το θείο Ανέστη που τους ντρόπιασε όταν πήγε πυροσβέστης* - και ήταν ήδη Αστυνόμος και διοικητής τμήματος σε ηλικία 52 χρονών. Νεκτάριος Παντελιάς με τ' όνομα. Φημιζόταν για την σκληράδα που εφάρμοζε, την μεθοδικότητα που χρησιμοποιούσε και την δικαιοσύνη που απένειμε. Καταλάβαινε γρήγορα τι καπνό φουμάρει ο άλλος, αν λέει αλήθεια ή ψέματα και ήξερε πάντα τον τρόπο για να τον κάνει να ομολογήσει. Συνήθως, έλεγε στους νεοσύλλεκτους ότι η ενοχή είναι σαν την σκιά. Όταν την κυνηγάς, ποτέ δεν την πιάνεις και όταν την αφήνεις, τρέχει ξωπίσω σου. Ο μόνος τρόπος να την εγκλωβίσεις είναι στο φως. Και το φως ήταν αυτός.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Η φούσκα ( 2o Μέρος )

Δεν το πιστεύω πως έμπλεξα έτσι! Δεν λέω, στην αρχή είχε την πλάκα του.  Για νά 'μαι ειλικρινής ένοιωσα και λίγο κολακευμένη. Αλλά δω που φτάσαμε νομίζω ότι παρατράβηξε το αστείο. Θέλω λοιπόν να σας εξομολογηθώ τα πάντα χωρίς να αποκρύψω τίποτα. Γιατί ως γνωστόν, αμαρτία εξομολογημένη ουκ έστιν αμαρτία. Ονομάζομαι Χαρά Λ., είμαι από την Βέροια και τον προσεχή Νοέμβριο θα κλείσω τα είκοσι. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω μετακομίσει στην Αθήνα λόγω σπουδών και διαμένω στο Γουδί, Ανθέμων 124. Παρακολουθώ ανελλιπώς τα μαθήματα της σχολής μου και τον ελεύθερο χρόνο που έχω, τον μοιράζω μεταξύ δανειστικής βιβλιοθήκης και σε περιπάτους στο κέντρο της πρωτεύουσας. Διάγω μια ήσυχη φοιτητική ζωή. Κοινοβιακή θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω. Και ξαφνικά μια απονεύρωση σου ανοίγει μία τρύπα στο δόντι και από κει μέσα ξεπροβάλλει μια δίνη, ικανή να συμπαρασύρει και να ρουφήξει όλη την υποτιθέμενη ευτυχία σου στην άβυσσο.
Όλα ξεκίνησαν πριν ένα μήνα, στο οδοντιατρείο του κυρίου Θανάση Ξαγοράρη που βρίσκεται στην Παπαδιαμαντοπούλου 240, στον 3ο όροφο. Δεν σας κρύβω ότι από παιδί έχω έναν φόβο απέναντι στους άντρες που φοράνε άσπρη ποδιά και αφού σου ρίχνουν έναν φωτεινό προβολέα στο κεφάλι σου, σε προστάζουν ν' ανοίξεις το στόμα. Για τον συγκεκριμμένο κύριο όμως, είχα εξαιρετικές συστάσεις και αφού έκλεισα ραντεβού, βρέθηκα στο γραφείο του μια Πέμπτη μεσημέρι. Έφτασα λίγο καθυστερημένα και έκατσα στα δεξιά ενός τριθέσιου δερμάτινου καναπέ στο χρώμα της ώχρας. Αριστερά μου, κάθονταν μία ηλικιωμένη γυναίκα αρκετά μαυρισμένη. Το κεφάλι της σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα ήταν μεγαλύτερο και ο ρυτιδιασμένος της λαιμός έμοιαζε ανήμπορος να το σηκώσει. Μιλούσε στο κινητό και χασκογελούσε. Απέναντι, σε μια πολυθρόνα ίδιου χρώματος με τον καναπέ, ένα αγόρι περίπου στην ηλικία μου, έδειχνε απορροφημένο διαβάζοντας με θρησκευτική ευλάβεια κάποιο περιοδικό. Είχα στην τσάντα μου, τον "Ηλίθιο" του Ντοστογέφσκι και σκέφτηκα να του ρίξω μια ματιά μέχρι να έρθει η δική μου σειρά. Μου φάνηκε όμως ότι δεν κόλλαγε με την ατμόσφαιρα και άλλαξα γνώμη. Γέλασα μάλιστα με τον εαυτό μου που έκανε αυτή την σκέψη.

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Η φούσκα

Σαν έπιασε να νυχτώνει ρούφηξε τη πορτοκαλάδα του και έκανε νεύμα στον σερβιτόρο - έναν κοντοπίθαρο με παχύ μουστάκι και ψηλή φαβορίτα - να πληρώσει. Τέσσερα αναψυκτικά είχε καταναλώσει, σύνολο 8 ευρώ. Άφησε ένα δεκάρικο και σηκώθηκε να φύγει. Βγαίνοντας θυμήθηκε ότι δεν κατούρησε, αλλά ντρεπόταν να ξαναμπεί στο μαγαζί και να κάνει χρήση της τουαλέτας. Είδε την ώρα και αποφάσισε να περιμένει στο πάρκο. Στάθηκε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε. Δεν κάθησε γιατί δεν ήθελε να λερώσει το παντελόνι του. Φορούσε ένα μπεζ κοτλέ με εκρού πουκάμισο και μαύρα μποτίνια. Στήριξε στο παγκάκι το δεξί του πόδι και με τα χέρια το αγκάλιασε. Ξαφνικά του μύρισε η αναπνοή του και μάσησε ένα γαρυφαλλάκι. Ήθελε πολύ να καπνίσει αλλά σκέφτηκε ότι ο καπνός θα επιβάρυνε την ανάσα του. Κοίταξε το ρολόϊ του. Δέκα λεπτά ακόμα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά ενώ ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Το είχε πάρει απόφαση. Σήμερα θα της μιλούσε. Θα της έκανε ερωτική εξομολόγηση. Θα της δήλωνε ότι είναι ερωτευμένος μαζί της. Είχε μαζέψει τα κουράγια του και ήταν έτοιμος.
Πάει ένας μήνας που την αντίκρισε για πρώτη φορά. Στο χωλ ενός οδοντογιατρού, στην αναμονή για ένα σφράγισμα παρέα με ένα άρθρο - που σημείωνε σχολαστικά είκοσι τρόπους για να πηδήξεις πριν γίνεις 20 χρονών - μπήκε μέσα εκείνη σαν οδοστρωτήρας, φέρνοντας τα πάνω κάτω στην ζωή του. Έμοιαζε με λίβα και τού καψε τα σωθικά. Κάθισε απέναντί του και σαν να του χαμογέλασε. Για το τελευταίο, βέβαια δεν έβαζε το χέρι του στην φωτιά. Είχε μακριά μαύρα κατσαρά μαλλιά και όταν έβγαλε τα κοκκάλινα γυαλιά ηλίου, σάστισε στα δυο στρογγυλά γκρίζο-πράσινα μάτια της. Η μύτη της έκανε κλίση προς τα πάνω και πρόσεξε ότι τα χείλη της σχημάτιζαν μικρά λακκάκια στα μάγουλα μετά από κάθε σύσπαση. Φορούσε τζιν σορτς με ξέφτια, λευκό tshirt και πέδιλα. Μέχρι να τον καλέσει μέσα ο γιατρός δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Το φυλάκιο

Εκείνο το πρωϊνό έμοιαζε συνηθισμένο. Σηκώθηκε λίγο πριν τις 8:00. Είχε κοιμηθεί αποβραδίς με το παντελόνι και το φανελάκι. Δεν τά βγαλε γιατί είχε σκοπό να κάνει έφοδο στις σκοπιές τα ξημερώματα αλλά σαν έφτασε εκείνη η στιγμή προτίμησε το στρώμα του, που με χάρη ακουμπούσε πάνω στους σομιέδες. Τηλεφώνησε στο τάγμα και έδωσε την πρώτη αναφορά της ημέρας. Ύστερα δίπλωσε τον υπνόσακό του και τον απίθωσε στην άκρη. Χάρη σ' αυτόν δεν είχε χαλάσει τα στρωσίδια και με λίγο σιάξιμο το κρεβάτι έμοιαζε με αεροδρόμιο. Γκελ έκανε όποιο κέρμα και νά ριχνες πάνω του. Με μια ξυριστική μηχανή στάθηκε μπροστά σε έναν μικρό καθρέφτη και σάρωσε καλά τα δύο καλοθρεμμένα του μάγουλα και τον αδύνατο μακρύ λαιμό του. Τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, έκαναν μια μικρή χωρίστρα που η κορυφή της ακουμπούσε σε ένα στρωτό σιδερωμένο μέτωπο. Δύο μεγάλα καστανά μάτια άφηναν να κυλήσει ανάμεσά τους μια λεπτή μύτη που κατέληγε σε ένα μεγάλο στόμα με σαρκώδη χείλη. Όταν τελείωσε το ξύρισμα φόρεσε το πάνω μέρος της παραλλαγής του και έδεσε τ' άρβυλά του. Έφτιαξε τον γιακά για να φαίνονται τα οπλόσημα στα πέτα και βγήκε για κατούρημα.
- Καλημέρα Δόκιμε, φώναξε ο μάγειρας. Θες καφέ?
Δεν του αποκρίθηκε. Απλά τού γνεψε καταφατικά. Με τους φαντάρους τα πήγαινε καλά. Ακολουθούσε την μέθοδο της φωτιάς. Όχι πολύ μακριά τους, για να μην κρυώνεις και όχι πολύ κοντά τους, για να μην καείς. Επαινούσε το σωστό και τιμωρούσε το λάθος. Οι αγγαρείες μοιράζονταν αξιοκρατικά όπως επίσης και οι έξοδοι. Δύο πράγματα απασχολούν τον Έλληνα στρατιώτη. Πότε θα πάρει άδεια και πότε θα κάνει τσιγάρο. Και ο ίδιος φρόντιζε και για τα δύο.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Η υπόσχεση

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο με τα χέρια του και βάλθηκε να δοκιμάσει πάλι. Άρπαξε τα σκουροφαγωμένα κάγκελα με τις χούφτες του και τα στριφογύρισε μία αριστερά, μία δεξιά. Αυτά πάλλονταν στον ρυθμό του αλλά δεν έδειχναν ιδιαίτερα συνεργάσιμα. Ήταν βαθιά μέσα στο τσιμέντο η φωλιά τους και η υγρασία φαινόταν η μοναδική φίλη που έδινε κάποια χάρη στη κίνηση τους. Πότε από δω, πότε από κει, σού δινε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Εκείνη την αίσθηση ότι θα έβγαζε το περιττό σίδερο που τον χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο και θα τρύπωνε πάλι σε αυτόν. Με αυτήν την εικόνα είχε πεισμώσει και δεν εγκατέλειπε. Και ας είχαν ματώσει οι παλάμες του από την συνεχόμενη τριβή. Πόσες ώρες άραγε είχε πιαστεί με δαύτα? Ξημέρωνε σε λίγο...
- Χάραξε Γέστα?
- Μόλις...
- Ακόμα παλεύεις με τα σίδερα?
- Θα μπορούσες να βάλεις ένα χεράκι...
- Τι νόημα έχει?
- Αυτό μην το ξαναπείς Δημά, γιατί σε πνίγω με τα χέρια μου πριν φτάσεις στο σταυρό...
Το ύφος που τον κοίταξε ήταν αρκετό για να μην ξαναμιλήσει. Τα μελιά μάτια κάτω από ένα ζευγάρι πυκνών φρυδιών που ζευγάρωνε με μία γαμψή γερακίσια μύτη ανάμεσα σε δύο ξεραγκιανά μάγουλα και ένα σμιλεμένο στόμα με ουλές στις άκρες των χειλιών, στεφανωμένο από κατσαρά μαύρα μαλλιά στέκονταν απέναντί του σε στάση προσοχής και τον εξέταζε εξονυχιστικά. Χαμήλωσε το βλέμμα του και προτίμησε να σιωπήσει.
- Αν είχα λίγο χρόνο ακόμα...
- Τι θα μας κάνουν Γέστα?

Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Το συμβάν ( 2o Μέρος )

Για ποιο λόγο ανησυχούσε? Δεν είχε κάνει κάτι μεμπτό. Ένα εισιτήριο δεν χτύπησε το πρωϊ στο λεωφορείο, αλλά το πρόστιμο το πλήρωσε. Κάτι λογαριασμούς που είχε καθυστερήσει θα τους ξοφλούσε το συντομότερο. Ξεκόλλησε τα χέρια του από τον καλόγερο και αφού κρέμασε σε αυτόν, ένα καπέλο και δύο παλτά - που είχαν ξεπέσει με τον σαματά - πλησίασε στο γραφείο του Βεληγκέκα. Αυτός είχε αράξει στον θρόνο του και φυσούσε το καϊμάκι στο καφέ του. Το μειλίχιο ύφος του, έδειχνε ότι είχε καλμάρει.
- Είδες θράσος που τό 'χουν τα κωλόπαιδα? Τους πιάνεις στα πράσα και αυτοί κάνουν το μαύρο, άσπρο. Τους δείχνεις το βίντεο της κάμερας να θαυμάσουν τις φάτσες και τα έργα τους και το παίζουν παλαβοί. Και μετά βγαίνουν και λένε ότι η Αστυνομία τους κακοποίησε... Επειδή τους ρίξαμε έναν φούσκο και τους τραβήξαμε λίγο παραπάνω το αυτί... Και μετά να οι εφημερίδες με τα πρωτοσέλιδα... Να τα δελτία ειδήσεων με τα αποκλειστικά... Τα κακόμοιρα τα παιδιά μας τι πάθανε... Αλλά θα σου πω τι φταίει... Ξέρεις πότε χάλασε ο κόσμος? Από την στιγμή που η Ελληνική Αστυνομία υποκατέστησε τον πατέρα και την μάνα. Γιατί σε ρωτώ? Πες μου... Αν ο πατέρας και η μάνα δεν είναι εκεί για να τους μάθουν ποιο είναι το σωστό και ποιο το λάθος, να τους νουθετήσουν και να τους συμβουλέψουν και που λέει ο λόγος ρέ αδελφέ, να τους ρίξουν και κανά μπερντάκι όταν χρειαστεί, τότε ποιος θα το κάνει?.. Όχι σε ρωτώ... Ποιος θα το κάνει? Η Ελληνική Αστυνομία θα το κάνει... Είναι χρέος της. Νομίζεις ότι εμένα μ' αρέσει να ξυλοφορτώνω την νεολαία μας? Με βαριά καρδιά το κάνω. Παίρνω δύναμη όμως γιατί εκείνη την στιγμή ξέρω ότι επιτελώ τον ιερό ρόλο του πατέρα και της μάνας. Άλλωστε και ο σοφός λαός μας δεν λέει ότι το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο?... Ή όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος?  Δεν ξέρω, αν και κατά πόσο γίνομαι σαφής?...

Σάββατο 22 Μαρτίου 2014

Το συμβάν ( 1o Μέρος )

Το πρώτο χτύπημα του τηλεφώνου δεν το άκουσε κανείς από τους δυο. Στο δεύτερο χτύπημα, εκείνος πετάχτηκε από τα σκεπάσματα του και κοίταξε την ώρα. Μόλις είχε χαράξει. Πέθανε η μάνα, σκέφτηκε και στο τρίτο χτύπημα αναρωτήθηκε αν το μαύρο κοστούμι του, που ήταν από καιρό στην ντουλάπα ήθελε καθαριστήριο. Στο τέταρτο χτύπημα το σήκωσε η γυναίκα του φανερά ενοχλημένη.
- Δεν το ακούς χριστιανέ μου! Δίπλα σου είναι... πρόλαβε και του πέταξε πριν απαντήσει στο τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής η φωνή που ακούστηκε ζήτησε συγνώμη για το ακατάλληλο της ώρας αλλά ήταν σοβαρή ανάγκη να μιλήσει μ' εκείνον. Αυτός πήρε το ακουστικό από το χέρι της γυναίκας του και βέβαιος πια για την μάνα του, άρχισε να οργανώνει στο μυαλό του τα διαδικαστικά της κηδείας. Του πήρε λίγα δευτερόλεπτα μέχρι να συνειδητοποιήσει με ανακούφιση, ότι δεν συνομιλούσε με εντεταλμένο από κάποιο γραφείο τελετών αλλά με τον Βίκτωρα, τον άμεσο προϊστάμενό του. Είχε γίνει διάρρηξη στο κατάστημα στο οποίο εργάζονταν και σαν υπεύθυνος, ήταν ο μόνος που είχε κλειδιά. Έπρεπε σύντομα να μεταβεί εκεί για να διευκολύνει το έργο της Αστυνομίας και της Σήμανσης. Σηκώθηκε βαριεστημένα, πλύθηκε, ντύθηκε βιαστικά και χωρίς να πιει καφέ χαιρέτησε την γυναίκα του, η οποία στο μεταξύ είχε ξανακοιμηθεί.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Ιντερμέτζο

Σου ράγισε την καρδιά
Δεν κατάλαβε τίποτα
Πιστός στα λόγια
Στις πράξεις συνεπής
Αδιαφόρησε τώρα
Κοίτα μπροστά, μπορείς
Άδραξε την ευκαιρία
Μην χαραμίσεις λεπτό για δαύτη
Ξέχασέ την, άστην
Πλασμένη από το χέρι σου
Σκοτάδι στα μαλλιά της άπλωσες
Με πανσέληνο τά λουσες
Πράσινο στα μάτια της έλιωσες
Με χρυσές βλεφαρίδες τά ντυσες
Κόκκινο της φωτιάς σκόρπισες
Δυο χείλη φωτιά φώτισες
Ξωτικό που σε μάγεψε
Το νου σου πλάνεψε
Πρώτη σκέψη την αυγή
Τελευταία το βράδυ
Ανάσανε πάλι, ζωή χαλάλι

Ξαφνικά μεγάλωσα
Κυριακή μοιάζεις
με την Δευτέρα
Αδιάφορες μέρες
πέρα για πέρα
Κενές ώρες
Βουβά λεπτά
Αρρώστησε ο Χρόνος
Δεν είμαι καλά
Ξημέρωσε θλίψη
Ψυχή μου αντάρα
Κλεμμένο φιλί
Φυλακή και κατάρα
Όνειρα εχθροί
Εφιάλτες οι φίλοι
Σφαλιστά τα μάτια μου
Ψάχνω εκείνη
Πικρή αλήθεια, αγάπη δόλια
Έρωτα κλέφτη, άτιμα βόλια
Μια ανάσα της, τάχα
Ο θάνατός μου μονάχα

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Πριν το τέλος

Τον παππού όταν έπεσε δεν τον άκουσε κανείς μας. Μια γειτόνισσα που έτυχε εκείνη την ώρα να βγάζει τα σεντόνια της για να αεριστούν, τον είδε να κρέμεται πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού με τις πυτζάμες και αντί να βγάλει φωνές, προτίμησε να μας πάρει τηλέφωνο. Μέχρι η κλήση της να προωθηθεί, ο παππούς είχε πηδήξει στο κενό. Ο μπαμπάς πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και σχεδόν γυμνός κατέβηκε κάτω κλαίγοντας. Η μαμά κλείδωσε το μπαλκόνι και με πήρε αγκαλιά. Το μόνο που πρόλαβα να δω, ήταν την γαρδένια μας που είχε τσαλαπατηθεί - μάλλον από την προσπάθεια που κατέβαλε ο παππούς ν' ανεβεί στα κάγκελα - και την αριστερή χνουδωτή του παντόφλα. Την δεξιά την είχε πάρει μαζί του. Μού κανε εντύπωση αυτό, γιατί ήταν πολύ τακτικός. Πάντα με παρατηρούσε να μην περπατώ ξυπόλυτος στο σαλόνι και να μην ξεχνώ να τις φοράω. Τώρα όμως, αυτός πως είχε αφήσει τον εαυτό του να υποπέσει σε τέτοιο σφάλμα; Σίγουρα βιαζόταν. Δεν εξηγείται διαφορετικά. 
Η κηδεία έγινε μία μέρα μετά. Το σπίτι στολίστηκε στα μαύρα, ο μπαμπάς κρύφτηκε πίσω από δύο μαύρα γυαλιά και η μαμά μαγείρεψε για όλους τους συγγενείς. Με μένα δεν ασχολήθηκε κανείς. Οι κηδείες αφορούν τους μεγάλους. Μόνο ο θείος μου ο Ζαχαρίας πήγε να μ' ανοίξει κουβέντα, αλλά η γυναίκα του - η θεία Μελπομένη - τον αποπήρε. Δεν είναι αυτές κουβέντες για παιδιά, τού 'πε ξερά και τον τράβηξε κοντά της. Έμεινα μόνος να χαζεύω όλο αυτό τον κόσμο που παρέλαυνε, έτρωγε, ευχόταν και έφευγε. Στην κουζίνα η θεία Ασημίνα και ο θείος Ανδρέας μιλούσαν χαμηλόφωνα. Κατηγορούσαν τον μπαμπά. Έλεγαν, ότι στην κατάσταση που ήταν ο γέρος, έπρεπε να τον προσέχει σαν τα μάτια του. Θα περίμεναν την διαθήκη και θα αποφάσιζαν ανάλογα, αν θα κινηθούν νομικά εναντίον του. Καϋμένε μπαμπά, μόνο εγώ ξέρω πόσο τον αγαπούσες!  Στο σαλόνι, πάνω στο τζάκι η εικόνα του παππού δεσπόζει και μοιάζει έτοιμος να μου κλείσει το μάτι. Ποιος θα μου πει σήμερα παραμύθι;

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

Το κλειδί

- Το βρήκατε το κλειδί?
μου κάνει με στόμφο ένας γλοιώδης τύπος μετρίου αναστήματος με μαύρα μαλλιά χωρίστρα, καστανά μάτια, καχεκτικά ζυγωματικά, μικρή μύτη, στεγνό στόμα και στρογγυλό πηγούνι. Κάθεται πίσω από την ρεσεψιόν την στιγμή που περνώ από μπροστά του ζωσμένος με τσάντες, σωσίβια και μπρατσάκια και δεν μπαίνει καν στο κόπο να με βοηθήσει. Είναι η τρίτη μέρα στο νησί και η τέταρτη φορά που με ρωτά.Τι να του πεις τώρα? Θυμάμαι ότι το πήρα και μεταξύ παιδιών και αποσκευών, τό δωσα στην γυναίκα μου, η οποία με τη σειρά της το έδωσε στις καμαριέρες για να μεταφέρουν το παρκοκρέβατο στο δωμάτιο μας. Εκεί χάνονται τα ίχνη του γιατί οι τελευταίες ισχυρίζονται ότι άνοιξαν με δικό τους κλειδί - πασπαρτού. 
- Δυστυχώς όχι, του απαντώ. Για να είμαι ειλικρινής δεν κατάφερα να ψάξω ακόμα, απολογούμαι 
- Σας ρωτάω γιατί αν δεν το βρείτε θα πρέπει να βγάλω ένα καινούριο... 
Και τι θες, να πάμε παρέα στον κλειδαρά? θέλω πολύ να του πω αλλά υπόσχομαι ότι θα ψάξω με την πρώτη ευκαιρία. 
Το ξενοδοχείο είναι ριζωμένο σε μια μικρή προκυμαία καιρό τώρα εγκαταλειμμένη. Εκεί που παλιά έδεναν πολυτελή σκάφη και ιστιοφόρα, τώρα βρίσκονται μερικές τρύπιες ξαπλώστρες, κανά δυο ξεχαρβαλωμένες ομπρέλες και μπόλικες πλαστικές καρέκλες που όταν κάθεσαι πάνω τους, ιδρώνει ο κώλος σου και παίρνει το σχήμα τους. Το δωμάτιο είναι στο πρώτο όροφο και πας μόνο με τις σκάλες διότι ο αρχιτέκτονας δεν προνόησε ασανσέρ. Με τις σκάλες πας για πρωϊνό, με τις σκάλες πας στην πισίνα, με τις σκάλες πας στην παραλία, με τις σκάλες πας για φαγητό, με τις σκάλες γενικώς... Και αν έχεις μαζί σου καρότσι με κανά δυο μπαγκάζια και παιδιά, τότε τύφλα να 'χει ο Σουλεϊμάνογλου... 

Τρίτη 7 Ιανουαρίου 2014

Το Πείραμα ( ΣΤ Μέρος )

Φάκελος Αξιολόγησης του ασθενή υπ' αρ.1212 Νίκου Γ.- Σχόλια και κρίσεις του καθηγητή Κρυογενετικής Γ.Κοσμάτου - Έτος 2187: Μετά από έξι μέρες ενδελεχούς παρατήρησης και καταγραφής μέσα από αλλεπάλληλες συνεντεύξεις ο ασθενής Νίκος Γ. αρνείται συστηματικά να προσαρμοστεί στην τωρινή πραγματικότητα. Υποφέρει από αϋπνίες και μένει προσκολημένος στο παρελθόν, αδυνατώντας να παρακολουθήσει τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκονταν στην παγοκυψέλη. Η ελπίδα που είχα, για πνευματική του ανάταση βλέποντας τον πρόεδρο της ομοσπονδίας Μπάσκετ εξανεμίστηκε, διότι μετά από εκείνη την μέρα ο ασθενής μου έχει περιπέσει σε μελαγχολία. Παρόλ' αυτά το εξιτήριο για αύριο το πρωϊ, είμαι αναγκασμένος να του το δώσω μην έχοντας άλλη επιλογή βασίζομενος πρωτίστως στο πανανθρώπινο δικαίωμα της ελευθερίας του ατόμου που διέπει την κοινωνία μας και έχει ενσωματωθεί στο DNA μας ως ακρογωνιαίος λίθος.
Την ίδια μέρα, λίγες ώρες αργότερα: 
- Νικ πέρασα για να σε χαιρετήσω. Η σημερινή μέρα είναι η τελευταία σου, στην κλινική. Αύριο το πρωϊ έχεις το ελεύθερο να πας όπου σου κάνει κέφι. 
- Με ξαμολάτε στην αρένα με τα λιοντάρια ε...?