Μπαίνω στο σπίτι κρατώντας το εξιτήριο στα χέρια. Ακόμα δεν έχω ξενερώσει. Η ώρα είναι 10 και σε μία ώρα πρέπει να βρίσκομαι στη δουλειά. Χέζω, ξυρίζομαι και κάνω γρήγορα ένα ντους. Ντύνομαι και ψάχνω κάτι να φάω. Ανοίγω το ψυγείο - ωραία - το απόλυτο κενό.
- Έχετε παρατηρήσει πόσο μεγάλο φαίνεται το ψυγείο σας όταν είναι άδειο?
Να μην ξεχάσω να πάω για ψώνια γράφω σε ένα χαρτί και το κολλάω στο ψυγείο. Εκείνη την στιγμή λαμβάνω ένα μήνυμα στο κινητό. Το ανοίγω. Είναι από τον Πέτρο.
- Γαμάτη φάση, μου γράφει.
Να μην ξεχάσω να κοπανήσω τον Πέτρο γράφω σε ένα δεύτερο χαρτί
και το βάζω και αυτό στο ψυγείο. Τρώω στα πεταχτά κάτι δημητριακά
που βρίσκω, κουμπώνω δύο χάπια και στρίβω ένα τσιγάρο για το δρόμο.
Φτάνω στη δουλειά στην ώρα μου - πράγμα απίστευτο - αλλάζω και παίρνω
την θέση μου στο πόστο μου. Το ωραίο με τα super markets είναι ότι
μπορείς να τρως ότι θες στη ζούλα*. Αρπάζω μια μπανάνα, γυρίζω πλάτη
κάνοντας ότι ταχτοποιώ κάτι κιβώτια και την μπουκώνω στα γρήγορα.
- Στέφανε, παιδί μου, έλα εδώ μια στιγμή!
Ξαφνιάζομαι. Είναι η φωνή της κυρίας Τασίας. Καταπίνω αμάσητη την
υπόλοιπη μπανάνα. Μου στέκεται στο λαιμό. Δάκρυα κυλάνε στα μάτια μου.
Καταφέρνω να γυρίσω αλλά σίγουρα με έχει πάρει χαμπάρι αφού γνέφει
το κεφάλι της.
- Πείτε μου, της λέω κοφτά.
- Κοίταξε, παιδί μου, τον τελευταίο καιρό είσαι συνέχεια με αναρρωτική
και τις φορές που εμφανίζεσαι έρχεσαι καθυστερημένα! μου πετάει με
αυστηρό ύφος.
Σας έχω μιλήσει για την κυρία Τασία? Γνωρίζεται την έκφραση τα εφτά κακά
της μοίρας μου? Ε, λοιπόν, η κυρία Τασία είναι και τα εφτά κακά μαζί. Κοντή,
χοντρή και άσχημη. Λαιμός ανύπαρκτος, χέρια σαν κουπιά, δάχτυλα σαν λουκάνικα
και πόδια σαν φιάλες πετρογκάζ. Να συνεχίσω?
- Έχετε δίκιο, της απαντώ συγκαταβατικά.
- Ξέρω ότι είναι δύσκολα έξω αυτό τον καιρό αλλά αν συνεχιστεί αυτό το
βιολί θα με αναγκάσεις να σε διώξω! μου κάνει επιδεικτικά.
- Θα προσπαθήσω να είμαι συνεπής, κυρία Τασία και...
Έχω αρχίσει να δικαιολογούμαι οταν ξαφνικά μας διακόπτει μια φωνή από το
βάθος.
- Που έχετε τις καπότες! ρωτάει επιταχτικά.
Γυρίζω και βλέπω τον Άρη. Κρατάει στο χέρι του μια μισοφαγωμένη
τυρόπιτα και χασκογελάει.
- Στέφανε, παιδί μου, κάνει η κυρία Τασία με ύφος πατρικό, θα τα πούμε
άλλη στιγμή. Βοήθησε τον κύριο να βρει αυτό που θέλει!
Πηγαίνω προς το μέρος του Άρη και του απαντώ συνομωτικά
- Ελάτε, κύριε μαζί μου!
Μόλις ξεμακραίνουμε κάμποσο γυρίζει και μου λέει:
- Καλά ρε μαλάκα τι κωλάρα ήταν αυτή! εννοώντας την χαράδρα της κυρίας
Τασίας.
- Να σε ρωτήσω κάτι? συνεχίζει.
- Τι? του απαντώ, και είμαι σίγουρος ότι θα το μετανοιώσω.
Δαγκώνει την τυρόπιτα και ενώ ψίχουλα τρέχουν στο πηγούνι του, πλησιάζει
και μου ψιθυρίζει
- Την γάμαγες...?
*Ζούλα = Στα κρυφά, στα μουλωχτά, λαθραία, χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι
επειδή η προσοχή τους ήταν στραμμένη αλλού.