Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Το νου σου...


Σε λίγο ξημερώνει
Κοντοζυγώνει, λοιπόν
Φοβάμαι
Δεν πρέπει
Φοβάμαι
Κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη
Δεν τον αναγνωρίζω
Δεν είμαι εγώ
Μια μπάλα σφαιρική έχει πάρει την θέση μου
Κυλάει εδώ και κει
Τα πόδια μου έχουν πρηστεί
Αρνούνται να μπουν σε παπούτσια
Τις φλέβες μπορώ να τις ψηλαφίσω
Μοιάζουν με κορδόνια μπλεγμένα
Ικανά να με ρίξουν κάτω
Το στήθος μου μεγάλωσε
Βάρυνε
Οι ώμοι μου έκλεισαν προς τα μέσα
Βαλθήκανε πεισματικά να το κρατάνε
Μια καμπούρα κοσμεί την πλάτη μου
Η μέση δείχνει ανήμπορη να με σηκώσει
Κόπηκε στα δυο
Το κεφάλι πνίγεται
Πολλές οι σκέψεις του μυαλού
Η καρδιά δείλιασε
Κρύφτηκε

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Το προαίσθημα


07:00 : Δεν άφησε το ξυπνητήρι να χτυπήσει. Ήταν ξύπνιος και με το χέρι του τό κανε να σωπάσει πριν αυτό κουδουνίσει μονότονα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι σαν έφηβος και μπήκε στη ντουζιέρα. Το παγωμένο νερό έπεσε σαν μικρός χείμαρρος στο σβέρκο του και τού κοψε την ανάσα. Ένα ένα τα μουδιασμένα του κύτταρα μπήκαν σε αρμονία και ξανάρχισαν να εργάζονται στο μαραθώνιο της ζωής. Με μια πετσέτα σκούπισε τα πυκνά μαύρα μαλλιά του και δένοντας τη στην μέση του, βγήκε από το μπάνιο.  Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε από μέσα μία μαύρη πλαστική συσκευασία με ένα μεγάλο φερμουάρ στην μέση. Όταν το τράβηξε αντίκρισε το τυχερό του μπλε σκούρο κοστούμι. Με σύντομες κινήσεις το φόρεσε και το συνδύασε με κρεμ ριγέ πουκάμισο και μοκασίνια. Στην αριστερή τσέπη του σακακιού πρόσθεσε την τελευταία πινελιά. Ένα μαντήλι χρώματος σομόν έδειχνε τα δόντια του. Έφτιαξε καφέ στην κουζίνα μ' άρωμα φουντούκι και τον ήπιε χαζεύοντας τηλεόραση. Πριν φτάσει στην εξώπορτα κοντοστάθηκε στον καθρέφτη και τσέκαρε το είδωλό του. Συνειδητοποίησε ότι οι κροτάφοι του είχαν ήδη αρχίζει να ασπρίζουν. Τα μελιά του μάτια χάζευαν ένα φρέσκο πρόσωπο από τ' οποίο εξείχε μια μεγάλη μύτη που ρουθούνιζε γεμάτη τρίχες. Ένα μικρό στόμα με στεγνά χείλη πάνω σ' ένα μακρύ πηγούνι ολοκλήρωνε το μωσαϊκό της κεφαλής του. Λίγο πριν γλιστρήσει έξω, φώναξε δυνατά για να ξυπνήσει το γιό του ο οποίος, αν και πρωτοετής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Νομικής είχε να πατήσει κάτι μήνες.

07:30 : Οι φωνές της γυναίκας του έπιασαν τόπο. Άνοιξε τα μάτια του με κόπο. Ζήτημα να είχε κοιμηθεί δύο ώρες. Η νεογέννητη κόρη του δεν είχε σταματήσει να κλαίει όλη νύχτα. Μόνο αντάμα με το βυζί της μάνας της, ηρεμούσε. Κατούρησε στην λεκάνη και έβρεξε το πρόσωπο του στον νιπτήρα. Φόρεσε ένα γκρι υφασμάτινο παντελόνι και το μπλε πουκάμισο της υπηρεσίας του. Δύο πάνινα παπούτσια με λυτά τα κορδόνια και ένας τούρκικος καφές με ολίγη τον συνόδεψαν στην πόρτα. Πριν την διαβεί άφησε κάτι ψιλά στην κυρά του για τα ψώνια της ημέρας. Κλείνοντας τη πίσω του έκανε το σταυρό του και βγήκε στο δρόμο. Στα μισά ένοιωσε ένα σφίξιμο στο ύψος του στέρνου του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έφτασε στη δουλειά στην ώρα του και παρέλαβε από τον προϊστάμενό του ένα χαρτάκι με τα δρομολόγια της βάρδιας του. Λίγο πριν πιάσει το τιμόνι, έφτιαξε τους καθρέφτες για να βλέπει πίσω και παράλληλα χάζεψε το κουφάρι του. Τα πράσινα μάτια του είχαν ταίρι δύο μαύρους κύκλους και έχασκαν παρέα με μια γαμψή μύτη και δύο χλωμά μάγουλα καρφωμένα σ' ένα πλαδαρό σώμα δίχως λαιμό. Έβαλε μπροστά, έκλεισε τις πόρτες και κίνησε για την επόμενη στάση.