Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Ιντερμέτζο

Σου ράγισε την καρδιά
Δεν κατάλαβε τίποτα
Πιστός στα λόγια
Στις πράξεις συνεπής
Αδιαφόρησε τώρα
Κοίτα μπροστά, μπορείς
Άδραξε την ευκαιρία
Μην χαραμίσεις λεπτό για δαύτη
Ξέχασέ την, άστην
Πλασμένη από το χέρι σου
Σκοτάδι στα μαλλιά της άπλωσες
Με πανσέληνο τά λουσες
Πράσινο στα μάτια της έλιωσες
Με χρυσές βλεφαρίδες τά ντυσες
Κόκκινο της φωτιάς σκόρπισες
Δυο χείλη φωτιά φώτισες
Ξωτικό που σε μάγεψε
Το νου σου πλάνεψε
Πρώτη σκέψη την αυγή
Τελευταία το βράδυ
Ανάσανε πάλι, ζωή χαλάλι

Ξαφνικά μεγάλωσα
Κυριακή μοιάζεις
με την Δευτέρα
Αδιάφορες μέρες
πέρα για πέρα
Κενές ώρες
Βουβά λεπτά
Αρρώστησε ο Χρόνος
Δεν είμαι καλά
Ξημέρωσε θλίψη
Ψυχή μου αντάρα
Κλεμμένο φιλί
Φυλακή και κατάρα
Όνειρα εχθροί
Εφιάλτες οι φίλοι
Σφαλιστά τα μάτια μου
Ψάχνω εκείνη
Πικρή αλήθεια, αγάπη δόλια
Έρωτα κλέφτη, άτιμα βόλια
Μια ανάσα της, τάχα
Ο θάνατός μου μονάχα

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Πριν το τέλος

Τον παππού όταν έπεσε δεν τον άκουσε κανείς μας. Μια γειτόνισσα που έτυχε εκείνη την ώρα να βγάζει τα σεντόνια της για να αεριστούν, τον είδε να κρέμεται πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού με τις πυτζάμες και αντί να βγάλει φωνές, προτίμησε να μας πάρει τηλέφωνο. Μέχρι η κλήση της να προωθηθεί, ο παππούς είχε πηδήξει στο κενό. Ο μπαμπάς πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και σχεδόν γυμνός κατέβηκε κάτω κλαίγοντας. Η μαμά κλείδωσε το μπαλκόνι και με πήρε αγκαλιά. Το μόνο που πρόλαβα να δω, ήταν την γαρδένια μας που είχε τσαλαπατηθεί - μάλλον από την προσπάθεια που κατέβαλε ο παππούς ν' ανεβεί στα κάγκελα - και την αριστερή χνουδωτή του παντόφλα. Την δεξιά την είχε πάρει μαζί του. Μού κανε εντύπωση αυτό, γιατί ήταν πολύ τακτικός. Πάντα με παρατηρούσε να μην περπατώ ξυπόλυτος στο σαλόνι και να μην ξεχνώ να τις φοράω. Τώρα όμως, αυτός πως είχε αφήσει τον εαυτό του να υποπέσει σε τέτοιο σφάλμα; Σίγουρα βιαζόταν. Δεν εξηγείται διαφορετικά. 
Η κηδεία έγινε μία μέρα μετά. Το σπίτι στολίστηκε στα μαύρα, ο μπαμπάς κρύφτηκε πίσω από δύο μαύρα γυαλιά και η μαμά μαγείρεψε για όλους τους συγγενείς. Με μένα δεν ασχολήθηκε κανείς. Οι κηδείες αφορούν τους μεγάλους. Μόνο ο θείος μου ο Ζαχαρίας πήγε να μ' ανοίξει κουβέντα, αλλά η γυναίκα του - η θεία Μελπομένη - τον αποπήρε. Δεν είναι αυτές κουβέντες για παιδιά, τού 'πε ξερά και τον τράβηξε κοντά της. Έμεινα μόνος να χαζεύω όλο αυτό τον κόσμο που παρέλαυνε, έτρωγε, ευχόταν και έφευγε. Στην κουζίνα η θεία Ασημίνα και ο θείος Ανδρέας μιλούσαν χαμηλόφωνα. Κατηγορούσαν τον μπαμπά. Έλεγαν, ότι στην κατάσταση που ήταν ο γέρος, έπρεπε να τον προσέχει σαν τα μάτια του. Θα περίμεναν την διαθήκη και θα αποφάσιζαν ανάλογα, αν θα κινηθούν νομικά εναντίον του. Καϋμένε μπαμπά, μόνο εγώ ξέρω πόσο τον αγαπούσες!  Στο σαλόνι, πάνω στο τζάκι η εικόνα του παππού δεσπόζει και μοιάζει έτοιμος να μου κλείσει το μάτι. Ποιος θα μου πει σήμερα παραμύθι;