Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Σαρανταεννέα ( Β Μέρος )

Στεκόμαστε μπροστά στην πύλη του ιερού. Ο παπάς μας στοιχίζει στη σειρά. Αριστερά ο Άγγελος, πιο αριστερά εγώ και δεξιά η Ζωή. Αυτός παίρνει θέση μπροστά στο μικρόφωνο και απαιτεί σιωπή. Το μπουλούκι ευθυγραμμίζεται στις επιταγές του ποντίφικα και παίρνει θέση κάτω από το παλκοσένικο. Ξεκινά το πρόγραμμα και οι δεύτερες φωνές των ψαλτών αποδεικνύονται εξαιρετικές. Καπελώνουν με κάθε ευκαιρία τον Δαβίδ ο οποίος χωλαίνει στις χαμηλές νότες χαρακτηριστικά. Στις ψηλές, ειδικά, κράζει σαν πεινασμένος γλάρος και βγάζει κάτι κραυγές που μοιάζουν με επιθανάτιο βρόγχο. Μπορεί βέβαια από την άλλη,να έχει φάει κάτι βαρύ και να τον έχει πειράξει. Το αποτέλεσμα δεν αλλάζει. Ο Άγγελος γυρίζει πότε πότε στο μέρος μου και χαμογελά πονηρά. Η στάση προσοχής αρχίζει να με εκνευρίζει. Με κουράζει. Και τότε ένα μούδιασμα στη ραχοκοκκαλιά με κάνει να αρχίσω να πιστεύω ότι λιποθυμάω.Αφυδατώνομαι,ανατριχιάζω πατόκορφα,οι παλμοί μου αυξάνονται και η καρδιά μου τρέχει κατοστάρι. Σβήνω, χάνομαι. Όχι πριν περάσω τις βέρες, γαμώτο μου. Εικόνες διάφορες μου έρχονται στο μυαλό. Εμένα ξερό σε μια καρέκλα να μου κάνουν αέρα, η Ζωή να οδύρεται που της χάλασα την ομορφότερη μέρα της ζωής της και τον τραγόπαπα να φωνασκεί με τον αντίχριστο που έμπλεξε.
Δεν αφήνω όμως να με ρίξουν και με βαθιές ανάσες σφίγγω τις γροθιές μου και τα δάχτυλα για να κινηθεί το αίμα. Τελικά όλα είναι μια αυθυποβολή. Όχι μόνο δεν πέφτω αλλά με περίσσια χάρη λίγο αργότερα, περνάω τις βέρες στο ζεύγος που με κοιτά με περηφάνια. Πριν από αυτό ο Άγγελος καταφέρνει να κλέψει την παράσταση χαρίζοντας απλόχερα γέλιο. Την στιγμή που πλησιάζει να τον σταυρώσει με την βέρα ο πάτερ, επιχειρεί να του δαγκώσει το χέρι.
- Ποιος ξέρει τι έργο έβλεπε?
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Δεν πρόκειται να ξεχάσω δύο βλέμματα. Του
παπά που χέστηκε και της Ζωής που βάλθηκε να κοιτά τον Άγγελο με απορία.
Τα στέφανα αποδεικνύονται εύκολη περίπτωση και στο κρασί που μας σερβίρει
ο ηγούμενος διαφωνώ με την επιλογή. Προτείνω Lacryma Christi από το ξεπερασμένο
και άγευστο Ανάμα. Στον χορό του Ησαία έχω ενημερωθεί ότι ο Άρης με τον Πέτρο
έχουν βρει έναν κουβά γεμάτο με ρύζι από γάμο που είχε προηγηθεί και έχουν βαλθεί
να τον απλώσουν. Ο παπάς συνηθισμένος από τα ξεγυρισμένα πιλάφια που έχει
φάει κατά καιρούς βάζει μπροστά το ευαγγέλιο και ρίχνεται στη μάχη.
Ξωπίσω το ζεύγος αφύλαχτο. Πιο πίσω εγώ. Στη πρώτη στροφή τρώμε τόσο
ρύζι που είναι ικανό να χορτάσει μια διμοιρία. Στη δεύτερη στροφή
αρπάζω για ασπίδα τον παπά και τον ταρακουνάω κατά το δοκούν. Απειλεί
ότι τρίτη στροφή δεν θα υπάρξει και θα σταματήσει το μυστήριο. Ο γάμος
όμως έχει τελεστεί ήδη και με τον Άγγελο τον βουτάμε και τον πάμε
καρότσι. Αυτό δεν είναι "Ησαία χόρευε" αλλά οι Σουλιώτισσες στο Ζάλογγο.
Τσουνάμι από ρύζι, πιθανόν και από τον κουβά, μας λούζει κυριολεκτικά.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε μέχρι από που έβγαλα ρύζι εκ των υστέρων. Ο
σκοπός όμως επετεύχθει. Χαιρετισμοί από ένα γαϊτανάκι ευχών για βίο
ανθόσπαρτο για τους νεόνυμφους και άξιος για τον κουμπάρο είναι το
κερασάκι στην τούρτα και οι οικογενειακές φωτογραφίες που ακολουθούν,
παγώνοντας τον χρόνο, αποτελούν το επιστέγασμα των αναμνήσεων μας.
Ο γάμος επικυρώθηκε και τελεσιδίκησε. Άντε και στα δικά μας οι
ελεύθερες...
Η δεξίωση έχει οριστεί στο Roof - garden* πολυτελούς ξενοδοχείου στο
κέντρο της Αθήνας με θέα την Ακρόπολη. Μια και είμαι ο προσωπικός σωφέρ
του γαμπρού και της νύφης φτάνω μαζί τους στη ρεσεψιόν. Τα παιδιά
ανεβαίνουν στην σουίτα που περιλαμβάνεται και αυτή στο deal της
βραδιάς και εγώ ανάβω τσιγάρο και κατευθύνομαι με το ασανσέρ στην
ταράτσα για να τσεκάρω αν όλα βαίνουν καλώς. Εκεί βρίσκω τον Άρη και
τον Πέτρο.
- Ρε συ τη μουνοθύελλα είναι αυτή? κάνει ξελιγωμένα ο Άρης
- Πέτρο δεν του βάζεις το κολλάρο να είμαστε ήσυχοι, λέω και παράλληλα του κλείνω το μάτι
- Ποιο κολλάρο! Αυτός θέλει ολική νάρκωση έτσι όπως είναι τώρα..
- Γιατί ρε παιδιά. Σκύλος είμαι?
- Φρόνιμα αγόρι μου. Κάτσε κάτω. Κάτω είπα. Κάτω..., αστειεύομαι
- Ρε δεν κόβετε το δούλεμα λέω εγώ, κάνει ο Άρης και απομακρύνεται.
Ο μετρ πλησιάζει. Ξαφνικά σκύβει και μου λέει
- Έτοιμοι!
- Σιγά ρε μάστορα, σαν το χάρο πάνω από το κεφάλι μου!
- Με συγχωρείτε, αλλά είναι η ώρα να καλέσουμε το ζεύγος
- Αν έχουν έρθει όλοι, τότε αμόλα καλούμπα
Η βεράντα που βρισκόμαστε είναι κομμένη στη μέση. Η μισή στην οποία
είμαστε εμείς είναι κλειστή. Πνιγόμαστε σε δύο τοίχους μέσα στο
αλουμίνιο. Η υπόλοιπη είναι ανοιχτή και γεμάτη από τριαντάφυλλα, ρόδα
και νυχτολούλουδα. Από κει βλέπει κανείς πιάτο όλο το κέντρο της Αθήνας.
Μπροστά και γύρω μου βρίσκονται 20 ροτόντες τραπέζια των 10 ατόμων.
Στο κεντρικό τράπεζι, που κάθομαι εγώ και περίμενω τον Άγγελο με την
Ζωή, κάθονται και οι γονείς της. Η κυρά Άννα δεν μου έκανε την χάρη.
Έτσι το τραπέζι μας είναι φτωχό. Απέναντι μας, απλώνεται ένας τεράστιος
μπουφές με εδέσματα κάθε λογής. Από ποικιλίες κάθε μορφής. Γεύσεις για όλα τα
γούστα. Ξαφνικά σταματά η μουσική και ξεκινά να παίζει η διασκευή του
"I m feeling good" από τον Michael Buble. Ο Άγγελος, χωρίς το παπιγιόν
και ανοιχτό το γιακά, με την Ζωή αγκαλιά εισβάλλουν στη βεράντα με
ταμπεραμέντο, ενώ παρατεταμένα παλαμάκια τους ακολουθούν κατά πόδας.
Ο Μετρ που προίσταται, τους ταχτοποιεί στο τραπέζι και μας σερβίρει.
Η Ζωή γυρίζει προς το μέρος μου και, με τον Άγγελο να με προσέχει,
μου λέει
- Καλά το δώρο σου είναι μοναδικό. Μήνας του μέλιτος στις Μαλβίδες!
- Καλά ρε μαλάκα που τα βρήκες τόσα λεφτά? απορεί ο Άγγελος
- Δανείστηκα από τοκογλύφους...
Η τούρτα είναι τριώροφη, σε ροζ απόχρωση και συνοδεύεται από τους ήχους
του "Unbound" του Robbie Robertson. Οι νεόνυμφοι χτενίζουν με ένα χέρι
την καραμελένια όψη της και ο Άγγελος δείχνει να απορεί με το κουτάλι
της σούπας που του δίνει ο μετρ για να δοκιμάσουν την γλύκα της. Φίλε μη
κολλάς. Πάλι καλά να λες, που δεν σου δώσαν κουτάλα. Και θυμίσου τούτο. Το
πολύ γλυκό λιγώνει. Παν μέτρον άριστον, λοιπόν.
Μετά από λίγο το ζευγάρι σηκώνεται για το πρώτο χορό. Σφιχταγκαλιάζονται
στο κέντρο μιας εικονικής πίστας και μπροστά στα λαίμαργα βλέμματα των
παρισταμένων δίνουν όρκους αιώνιας αγάπης και πίστης. Να με αγκαλιάσεις
για να σε αισθάνομαι και αν δεις να χάνομαι να με ανεβάσεις, να με
ησυχάζεις και να με νοιάζεσαι να με χρειάζεσαι όπως και γω**... Το
απαιτητικό κοινό θέλει και τον κουμπάρο στην αρένα. Και σαν άλλος
μονομάχος βουτάω στο Κολοσσαίο και παλεύω με τις ερινύες* μου. Κάθε βράδυ
βγαίνω να πνιγώ, πότε άστρα πότε άκρη της αβύσσου. Κάτι κυνηγώ, σαν τον
ναυαγό, τα χρόνια μου σεντόνια μου, τσιγάρα να τα σβήσω***... Σιγά σιγά
το γλέντι στήνεται και η πίστα παίρνει φωτιά. Όλος ο ντουνιάς ξεσαλώνει
με πρωτομάστορες τον Άγγελο και την Ζωή που σέρνουν το χορό. Κάπου μέσα
στο συρφετό, πιάνω τον Άρη ο οποίος έχει πάρει αγκαλιά δύο δίδυμες και
τις χορεύει ταυτόχρονα. Αδιόρθωτο παιδί. Δεν αλλάζει με τίποτα. Λίγο πιο
πέρα μου γνέφει ο Πέτρος να χαμογελάσω γιατί με καταγράφει στην κάμερα.
Δεν του χαλάω χατήρι.
- Ένα ζουμ είναι αρκετό για να εκφράσει ένα συναίσθημα?
Αρκετά. Γκρο πλαν στην πίστα. Το νου σου Πέτρο. Θα τα πούμε αύριο. Ή μεθαύριο. Ή σε μια άλλη ζωή...
Με το κρασί ανα χείρας βγαίνω στο άλλο μισό της βεράντας που δεν το
σκεπάζει το αργίλιο αλλά ο ουρανός, που από πείσμα έχει γεννήσει σήμερα
ένα ολόγιωμο φεγγάρι και φωτίζει τον ιερό βραχο της Ακρόπολης μοναδικά.
Με το άρωμα των ρόδων χαζεύω υπνωτισμένος την πόλη που απλώνεται ολόγυρα
μου. Μέσα σε αυτά τα τσιμεντένια κουτιά κάποια ζωή γεννιέται, κάποια
πεθαίνει, κάποια κάνει έρωτα, κάποια γελάει, κλαίει, αγαπά, χωρίζει, ελπίζει,
αμφιβάλλει, φοβάται, διασκεδάζει, εκδικείται, ζηλεύει, κερδίζει, χάνει,
καταστρέφει, καβγαδίζει, μάχεται, μετανοεί, πιστεύει, κερατώνει, μαστουρώνει,
αυνανίζεται, παθιάζεται, σκοτώνει, προσδοκεί, προσεύχεται, ψάχνεται,
προσπαθεί, σκέφτεται, τεμπελιάζει, τρελαίνεται, κοιμάται, υπόσχεται, τρώει,
φαντασιώνεται, φιλοσοφεί, φλυαρεί, φλερτάρει, χορεύει, δυστυχεί
ή ευτυχεί.
- Τελικά που είσαι ευτυχία? 
Στα απλά πράγματα που έλεγε ο πατέρας ή είσαι κάτι ανώτερο. Ένας νόμος
συμπαντικός.
- Τι πρέπει να κάνω για να μάθω?΄
Ξάφνου μια  οικεία φωνή, μπορεί και από τα όνειρα μου, με καθηλώνει
- Θα πρέπει να προσπαθήσεις πολύ!
Γυρίζω και την βλέπω. Είναι μπροστά μου. Ολοζώντανη. Ντυμένη στα λευκά.
Αυτή που αναζητούσα καιρό τώρα σε όλο τον κόσμο. Αυτή που ποθούσα σε όλη μου
τη ζωή. Η δική μου Ευτυχία.
- Εσύ εδώ?
- Ολόκληρη
- Να προσπαθήσω? απορώ
- Μου είχες κάνει μια ερώτηση στη Σαντορίνη?
- Τι πρέπει να κάνει κάποιος αν θέλει να σε γνωρίσει καλύτερα..
- Είσαι έτοιμος λοιπόν?
Δάκρυα, μου έρχονται στα μάτια
- Όλη μου τη ζωή προσπαθώ..
- Ωραία
- Πως βρέθηκες εδώ?
- Τι σημασία έχει?
- Θέλω να ξέρω αν αυτό μου συμβαίνει ή είναι μια παραίσθηση
- Αφού συμβαίνει και στους δυο μας, αρκεί
- ...Το ξέρω, πως θα μου ξεφύγεις άλλη μια φορά
- Μα η χαρά, δεν είναι άλλο από μια προσμονή****...
- Θέλω να μείνεις μαζί μου..
- Είμαι εδώ για σένα
- Σε έψαχνα εγώ και με βρήκες εσύ?
- Στέφανε κάνε τη σωστή ερώτηση
- Θες να φύγουμε από εδώ?
Με παίρνει από το χέρι και διασχίζουμε το χώρο της δεξίωσης. Οι Desire
με το "Under your spell" μας αποχαιρετούν και γω γνέφω στον Άγγελο που
δείχνει απορημένος. Μέσα από τα χείλη του διαβάζω
- Ζήσε το
Βγαίνουμε από το ξενοδοχείο
- Τι θες να κάνουμε? την ρωτάω
- Εσύ τι θες να κάνουμε ?
- Αν σου πω, φοβάμαι ότι θα ξενερώσεις
- Όχι μαζί σου
- Σήμερα αισθάνομαι διαφορετικά, μετά από πολύ καιρό
- Και?
- Νομίζω ότι νυστάζω..
- Νυστάζεις?
- Και θα κοιμηθώ σαν πουλάκι σήμερα..
- Θα κοιμηθείς?
- Και δεν θα δω όνειρα
- Είσαι σίγουρος για αυτό?
- Όσο και ο θάνατος...



*Roof Garden = Κήπος σε ταράτσα.
**Στίχος της Ελένης Ζιώγα από το "Φτάνει που κλαίμε"
*Ερινύες = Θεότητες που είχαν ως έργο την εκδίκηση των εγκλημάτων. Η έκφραση
παλεύω με τις ερινύες μου σημαίνει παλεύω με τις τύψεις μου, με την συνείδηση μου
***Στίχος του Σταμάτη Κραουνάκη από το "Αυτή η νύχτα μένει"
****Στίχος των Στέρεο Νόβα από το "Ταξίδι στη γη"



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου