Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Το προξενιό


Με φωνάζουν αλλά κάνω πως δεν ακούω. Έχω φτιάξει ένα σπαθί από ξύλο και το κουβαλώ πάντα μαζί μου. Σήμερα είμαι ο Άραμις από τους "Τρεις Σωματοφύλακες". Χθες ήμουν ο Άθως. Με τον Φίλιππα, τον Ηλία και τον Νικόλα αλλάζουμε συνέχεια ρόλους και αυτοσχεδιάζουμε. Πήγε κιόλας μεσημέρι. Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Με τους φίλους μου δίνω ραντεβού για το απόγευμα και από τα νεύρα μου ξεσπώ σε μια αμυγδαλιά με πράσινους καρπούς. Με το παιδικό φονικό μου όπλο τραυματίζω κάμποσα αμύγδαλα και αφού τα αποτελειώσω με μια πέτρα γεύομαι το καρπό τους. Στην αυλή κάθεται η θεία μου και κεντάει. Πριν μπω μέσα στέκομαι και πλένω τα χέρια μου σε μια παγουρό-βρύση. Είμαι ιδρωμένος και πεινάω.
 
- Λούη θέλω να είσαι φρόνιμος το απόγευμα. Μη μου χαλάσεις το προξενιό με τα καμώματα σου, κάνει χωρίς να πάρει τα μάτια της πάνω από το εργόχειρο.

Στο κατώϊ η γιαγιά μου κοσκινίζει τ' αλεύρι και ετοιμάζεται να ζυμώσει. Θα φτιάξει ψωμί και τηγανό-ψωμα με μέλι και ζάχαρη. Μέχρι να γίνουν παίρνει ένα ξεροκόμματο το βρέχει με νερό, το ραντίζει με λάδι, ρίχνει αλάτι, λίγο ξύδι και το πασπαλίζει με ρίγανη. Το τρώω βιαστικά και πάω και κάθομαι στο μπουχαρί.  Δίπλα μου ο παππούς μου αραχτός, τρίβει το μουστάκι του και το βλέμμα του με αγκαλιάζει. Αυτός το έκαμε το χρέος του. Στο σπιτικό του κάθε καλοκαίρι ανταμώνουν τρεις φαμίλιες. Αυτό το πέτρινο αρχοντικό που τό χτισε σπιθαμή προς σπιθαμή ο προ-πάππους μου  - ένας ημίθεος που έπιανε την πέτρα και την έστιβε -  και το τελειοποίησε ο ίδιος, κάθονται στο μεσημεριάτικο τραπέζι τρεις ολόκληρες γενιές. Αυτός, η γιαγιά μου, τα παιδιά του που καμώνονται για τις οικογένειες τους και τα εγγόνια του που τα μικρότερα χαλούν τον κόσμο με τις φωνές τους - μεταξύ αυτών και γω - και τα μεγαλύτερα ετοιμάζονται για παντρειά.

- Παππού, πες μου το παραμύθι με το τσαμ  κορελάκι? κάνω με λαχτάρα και αυτός φτιάχνει την χωρίστρα πάνω από το σκαμένο με ρυτίδες μέτωπο του και δεν μου χαλάει ποτέ το χατίρι.

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Το νου σου...


Σε λίγο ξημερώνει
Κοντοζυγώνει, λοιπόν
Φοβάμαι
Δεν πρέπει
Φοβάμαι
Κοιτώ τον εαυτό μου στον καθρέφτη
Δεν τον αναγνωρίζω
Δεν είμαι εγώ
Μια μπάλα σφαιρική έχει πάρει την θέση μου
Κυλάει εδώ και κει
Τα πόδια μου έχουν πρηστεί
Αρνούνται να μπουν σε παπούτσια
Τις φλέβες μπορώ να τις ψηλαφίσω
Μοιάζουν με κορδόνια μπλεγμένα
Ικανά να με ρίξουν κάτω
Το στήθος μου μεγάλωσε
Βάρυνε
Οι ώμοι μου έκλεισαν προς τα μέσα
Βαλθήκανε πεισματικά να το κρατάνε
Μια καμπούρα κοσμεί την πλάτη μου
Η μέση δείχνει ανήμπορη να με σηκώσει
Κόπηκε στα δυο
Το κεφάλι πνίγεται
Πολλές οι σκέψεις του μυαλού
Η καρδιά δείλιασε
Κρύφτηκε

Παρασκευή 4 Ιουλίου 2014

Το προαίσθημα


07:00 : Δεν άφησε το ξυπνητήρι να χτυπήσει. Ήταν ξύπνιος και με το χέρι του τό κανε να σωπάσει πριν αυτό κουδουνίσει μονότονα. Πετάχτηκε από το κρεβάτι σαν έφηβος και μπήκε στη ντουζιέρα. Το παγωμένο νερό έπεσε σαν μικρός χείμαρρος στο σβέρκο του και τού κοψε την ανάσα. Ένα ένα τα μουδιασμένα του κύτταρα μπήκαν σε αρμονία και ξανάρχισαν να εργάζονται στο μαραθώνιο της ζωής. Με μια πετσέτα σκούπισε τα πυκνά μαύρα μαλλιά του και δένοντας τη στην μέση του, βγήκε από το μπάνιο.  Άνοιξε την ντουλάπα και έβγαλε από μέσα μία μαύρη πλαστική συσκευασία με ένα μεγάλο φερμουάρ στην μέση. Όταν το τράβηξε αντίκρισε το τυχερό του μπλε σκούρο κοστούμι. Με σύντομες κινήσεις το φόρεσε και το συνδύασε με κρεμ ριγέ πουκάμισο και μοκασίνια. Στην αριστερή τσέπη του σακακιού πρόσθεσε την τελευταία πινελιά. Ένα μαντήλι χρώματος σομόν έδειχνε τα δόντια του. Έφτιαξε καφέ στην κουζίνα μ' άρωμα φουντούκι και τον ήπιε χαζεύοντας τηλεόραση. Πριν φτάσει στην εξώπορτα κοντοστάθηκε στον καθρέφτη και τσέκαρε το είδωλό του. Συνειδητοποίησε ότι οι κροτάφοι του είχαν ήδη αρχίζει να ασπρίζουν. Τα μελιά του μάτια χάζευαν ένα φρέσκο πρόσωπο από τ' οποίο εξείχε μια μεγάλη μύτη που ρουθούνιζε γεμάτη τρίχες. Ένα μικρό στόμα με στεγνά χείλη πάνω σ' ένα μακρύ πηγούνι ολοκλήρωνε το μωσαϊκό της κεφαλής του. Λίγο πριν γλιστρήσει έξω, φώναξε δυνατά για να ξυπνήσει το γιό του ο οποίος, αν και πρωτοετής στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο στο τμήμα της Νομικής είχε να πατήσει κάτι μήνες.

07:30 : Οι φωνές της γυναίκας του έπιασαν τόπο. Άνοιξε τα μάτια του με κόπο. Ζήτημα να είχε κοιμηθεί δύο ώρες. Η νεογέννητη κόρη του δεν είχε σταματήσει να κλαίει όλη νύχτα. Μόνο αντάμα με το βυζί της μάνας της, ηρεμούσε. Κατούρησε στην λεκάνη και έβρεξε το πρόσωπο του στον νιπτήρα. Φόρεσε ένα γκρι υφασμάτινο παντελόνι και το μπλε πουκάμισο της υπηρεσίας του. Δύο πάνινα παπούτσια με λυτά τα κορδόνια και ένας τούρκικος καφές με ολίγη τον συνόδεψαν στην πόρτα. Πριν την διαβεί άφησε κάτι ψιλά στην κυρά του για τα ψώνια της ημέρας. Κλείνοντας τη πίσω του έκανε το σταυρό του και βγήκε στο δρόμο. Στα μισά ένοιωσε ένα σφίξιμο στο ύψος του στέρνου του, αλλά δεν έδωσε σημασία. Έφτασε στη δουλειά στην ώρα του και παρέλαβε από τον προϊστάμενό του ένα χαρτάκι με τα δρομολόγια της βάρδιας του. Λίγο πριν πιάσει το τιμόνι, έφτιαξε τους καθρέφτες για να βλέπει πίσω και παράλληλα χάζεψε το κουφάρι του. Τα πράσινα μάτια του είχαν ταίρι δύο μαύρους κύκλους και έχασκαν παρέα με μια γαμψή μύτη και δύο χλωμά μάγουλα καρφωμένα σ' ένα πλαδαρό σώμα δίχως λαιμό. Έβαλε μπροστά, έκλεισε τις πόρτες και κίνησε για την επόμενη στάση.

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Κοίτα με στα μάτια

Το ραντεβού ήταν κανονισμένο για τις 11 Σεπτέμβρη. Είχες αποφασίσει από καιρό τώρα να εισβάλλεις τρομοκρατικά στην ζωή μου και γω σαν άλλος δίδυμος πύργος σε περίμενα απροστάτευτος. Θεέ μου, πόση ευτυχία μπορείς να χωρέσεις μες στα συντρίμια μου; Πως μπορείς να βάλεις φωτιά μέσα στο οικοδόμημα μου και τα κύτταρά μου να χορεύουν λυτρωμένα; Πως κάνεις δύο ψευτοπερήφανα μάτια να κοκκινίζουν χαμένα κάτω από δύο ταλαιπωρημένες βλεφαρίδες που με κόπο προσπαθούν να κρύψουν το φως της αλήθειας; Πως ξαφνικά πεθαίνω και ξαναγεννιέμαι άλλος άνθρωπος;
Πονάει το στομάχι μου. Μετά την τρίτη φορά σταμάτησα να μετράω πότε πήγα τουαλέτα. Έχω τάση για εμετό και κρυώνω λίγο, αν και το καλοκαίρι βαστάει ακόμα. Πρέπει να φάω κάτι. Να πιέσω τον εαυτό μου να δοκιμάσει κάτι. Το στομάχι μου έχει κλείσει και θα κάνω μεγάλη προσπάθεια. Εκείνη από ώρα πια, είναι έτοιμη. Με κοιτά με τα δυο πράσινα μάτια της στοργικά και παρά τους πόνους έχει το νου της σε μένα.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2014

Χους εις χουν


Έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ήταν πλέον μόνη. Πέταξε τα παπούτσια της και σύρθηκε στο μπάνιο. Στον καθρέφτη έριξε μια ματιά στο πρόσωπό της. Το βρήκε κουρασμένο αλλά συνάμα πιο ζωντανό από κάθε άλλη φορά. Τα λυτά κατσαρά μαύρα μαλλιά της έπεφταν στα καταπράσινα μάτια της και σχημάτιζαν έναν καταρράκτη ομορφιάς.  Ξεκρέμασε τα σκουλαρίκια της και έβγαλε το σταυρό της. Με αυτόν την είχε λαδώσει ο νονός της και δεν τον είχε αποχωριστεί τα τελευταία τριάντα έξι χρόνια. Σε πιο αργό ρυθμό αφαίρεσε και τα υπόλοιπα ρούχα. Λίγο πριν γλιστρήσει στην μπανιέρα χτύπησε το τηλέφωνο του δωματίου. Το κινητό της το είχε απενεργοποιήσει και κανένας δεν ήξερε ότι βρίσκεται εκεί. Αν δεν το σήκωνε δεν θα μάθαινε ποτέ και με αυτή την σκέψη δρασκέλισε στα γυμνά μέχρι το ακουστικό.
Ήταν από την ρεσεψιόν και την ενημέρωσαν για το δείπνο. Θα σερβιριζόταν στο λόμπι του ξενοδοχείου στις 20:00 μμ. Η ίδια ζήτησε πολύ ευγενικά να το φέρουν στο δωμάτιο της και αφού έκλεισε το τηλέφωνο πρόσεξε ότι στεκόταν απέναντι σ' έναν ολόσωμο καθρέφτη. Παρατήρησε το σώμα της. Το καλύτερο σημείο πάνω της αναμφίβολα ήταν τα πόδια της. Ξεκινούσαν από κάτω σαν δύο επίχρυσα κηροπήγια και στην κορφή τους κρατούσαν με δόξα και τιμή δύο κέρινους αλαβάστρινους γλουτούς, οι οποίοι είχαν στηθεί εκεί για να παραφυλάνε τον κήπο της Εδέμ που ανάβλυζε ανάμεσά τους. Πάνω από τους κλειδοκράτορες γλουτούς έστεκε μια μέση δαχτυλίδι. Ναι, σίγουρα αυτή ήταν η βασίλισσα μέσα στο παραλήρημά της .Προσγειώθηκε απότομα,από τις λάγνες εικόνες της, αντικρύζοντας το στήθος της. Εκεί που κάποτε στέκονταν αγέρωχα και περήφανα δύο ώριμα αχλάδια και σε κοίταζαν με τέτοια έξαψη που μέχρι και ο Αδάμ αν τα έβλεπε θα ξέχναγε τι εστί μήλο, σήμερα σε θωρούν δύο ξεφούσκωτα λάστιχα με τρύπια σαμπρέλα που δεν τα σώζει μήτε μπάλωμα, μήτε βουλκανιζατέρ.