Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Η φούσκα ( 3o Μέρος )

Την άκουσε χωρίς να την διακόψει. Όση ώρα του μιλούσε, σκεφτόταν την προκομένη την κόρη του. Πάλι γύρισε ξημερώματα σπίτι. Μετά από τόσους καβγάδες αυτή εκεί. Tο χαβά της. Το αφτί της δεν ίδρωνε. Έδινε και το κακό παράδειγμα στις τρεις μικρότερες αδελφές της που μάθαιναν τα κατορθώματα της και βάλε με το νου σου τι φαντάζονταν. Βλέπεις, την είχαν ως πρότυπο. Από την άλλη είχε και τους γείτονες να σχολιάζουν: "Ολόκληρος διοικητής και να μην μπορεί να βάλει σε τάξη το σπίτι του, σκέψου τι γίνεται στο έρμο τ' αστυνομικό τμήμα!" Πόσο λαχταρούσε να είχε κάνει ένα γιο! Η φύση όμως είχε άλλα σχέδια. Μετά την τέταρτη απόπειρα σταμάτησε την προσπάθεια. Τον παρηγορούσε που και που, κάτι που είχε διαβάσει κάπου - δεν θυμόταν που - και έλεγε ότι κορίτσια κάνουν μόνο οι άντρακλες.
Τρίτη γενιά αστυνομικός, είχε ακολουθήσει πιστά τα χνάρια πατέρα και παππού και είχε ανεβεί σύντομα τα σκαλιά της ιεραρχίας. Έβγαλε ασπροπρόσωπο το σόϊ - αν εξαιρέσεις το θείο Ανέστη που τους ντρόπιασε όταν πήγε πυροσβέστης* - και ήταν ήδη Αστυνόμος και διοικητής τμήματος σε ηλικία 52 χρονών. Νεκτάριος Παντελιάς με τ' όνομα. Φημιζόταν για την σκληράδα που εφάρμοζε, την μεθοδικότητα που χρησιμοποιούσε και την δικαιοσύνη που απένειμε. Καταλάβαινε γρήγορα τι καπνό φουμάρει ο άλλος, αν λέει αλήθεια ή ψέματα και ήξερε πάντα τον τρόπο για να τον κάνει να ομολογήσει. Συνήθως, έλεγε στους νεοσύλλεκτους ότι η ενοχή είναι σαν την σκιά. Όταν την κυνηγάς, ποτέ δεν την πιάνεις και όταν την αφήνεις, τρέχει ξωπίσω σου. Ο μόνος τρόπος να την εγκλωβίσεις είναι στο φως. Και το φως ήταν αυτός.

Δευτέρα 12 Μαΐου 2014

Η φούσκα ( 2o Μέρος )

Δεν το πιστεύω πως έμπλεξα έτσι! Δεν λέω, στην αρχή είχε την πλάκα του.  Για νά 'μαι ειλικρινής ένοιωσα και λίγο κολακευμένη. Αλλά δω που φτάσαμε νομίζω ότι παρατράβηξε το αστείο. Θέλω λοιπόν να σας εξομολογηθώ τα πάντα χωρίς να αποκρύψω τίποτα. Γιατί ως γνωστόν, αμαρτία εξομολογημένη ουκ έστιν αμαρτία. Ονομάζομαι Χαρά Λ., είμαι από την Βέροια και τον προσεχή Νοέμβριο θα κλείσω τα είκοσι. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω μετακομίσει στην Αθήνα λόγω σπουδών και διαμένω στο Γουδί, Ανθέμων 124. Παρακολουθώ ανελλιπώς τα μαθήματα της σχολής μου και τον ελεύθερο χρόνο που έχω, τον μοιράζω μεταξύ δανειστικής βιβλιοθήκης και σε περιπάτους στο κέντρο της πρωτεύουσας. Διάγω μια ήσυχη φοιτητική ζωή. Κοινοβιακή θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω. Και ξαφνικά μια απονεύρωση σου ανοίγει μία τρύπα στο δόντι και από κει μέσα ξεπροβάλλει μια δίνη, ικανή να συμπαρασύρει και να ρουφήξει όλη την υποτιθέμενη ευτυχία σου στην άβυσσο.
Όλα ξεκίνησαν πριν ένα μήνα, στο οδοντιατρείο του κυρίου Θανάση Ξαγοράρη που βρίσκεται στην Παπαδιαμαντοπούλου 240, στον 3ο όροφο. Δεν σας κρύβω ότι από παιδί έχω έναν φόβο απέναντι στους άντρες που φοράνε άσπρη ποδιά και αφού σου ρίχνουν έναν φωτεινό προβολέα στο κεφάλι σου, σε προστάζουν ν' ανοίξεις το στόμα. Για τον συγκεκριμμένο κύριο όμως, είχα εξαιρετικές συστάσεις και αφού έκλεισα ραντεβού, βρέθηκα στο γραφείο του μια Πέμπτη μεσημέρι. Έφτασα λίγο καθυστερημένα και έκατσα στα δεξιά ενός τριθέσιου δερμάτινου καναπέ στο χρώμα της ώχρας. Αριστερά μου, κάθονταν μία ηλικιωμένη γυναίκα αρκετά μαυρισμένη. Το κεφάλι της σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα ήταν μεγαλύτερο και ο ρυτιδιασμένος της λαιμός έμοιαζε ανήμπορος να το σηκώσει. Μιλούσε στο κινητό και χασκογελούσε. Απέναντι, σε μια πολυθρόνα ίδιου χρώματος με τον καναπέ, ένα αγόρι περίπου στην ηλικία μου, έδειχνε απορροφημένο διαβάζοντας με θρησκευτική ευλάβεια κάποιο περιοδικό. Είχα στην τσάντα μου, τον "Ηλίθιο" του Ντοστογέφσκι και σκέφτηκα να του ρίξω μια ματιά μέχρι να έρθει η δική μου σειρά. Μου φάνηκε όμως ότι δεν κόλλαγε με την ατμόσφαιρα και άλλαξα γνώμη. Γέλασα μάλιστα με τον εαυτό μου που έκανε αυτή την σκέψη.

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Η φούσκα

Σαν έπιασε να νυχτώνει ρούφηξε τη πορτοκαλάδα του και έκανε νεύμα στον σερβιτόρο - έναν κοντοπίθαρο με παχύ μουστάκι και ψηλή φαβορίτα - να πληρώσει. Τέσσερα αναψυκτικά είχε καταναλώσει, σύνολο 8 ευρώ. Άφησε ένα δεκάρικο και σηκώθηκε να φύγει. Βγαίνοντας θυμήθηκε ότι δεν κατούρησε, αλλά ντρεπόταν να ξαναμπεί στο μαγαζί και να κάνει χρήση της τουαλέτας. Είδε την ώρα και αποφάσισε να περιμένει στο πάρκο. Στάθηκε στο πρώτο παγκάκι που βρήκε. Δεν κάθησε γιατί δεν ήθελε να λερώσει το παντελόνι του. Φορούσε ένα μπεζ κοτλέ με εκρού πουκάμισο και μαύρα μποτίνια. Στήριξε στο παγκάκι το δεξί του πόδι και με τα χέρια το αγκάλιασε. Ξαφνικά του μύρισε η αναπνοή του και μάσησε ένα γαρυφαλλάκι. Ήθελε πολύ να καπνίσει αλλά σκέφτηκε ότι ο καπνός θα επιβάρυνε την ανάσα του. Κοίταξε το ρολόϊ του. Δέκα λεπτά ακόμα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπά δυνατά ενώ ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του. Το είχε πάρει απόφαση. Σήμερα θα της μιλούσε. Θα της έκανε ερωτική εξομολόγηση. Θα της δήλωνε ότι είναι ερωτευμένος μαζί της. Είχε μαζέψει τα κουράγια του και ήταν έτοιμος.
Πάει ένας μήνας που την αντίκρισε για πρώτη φορά. Στο χωλ ενός οδοντογιατρού, στην αναμονή για ένα σφράγισμα παρέα με ένα άρθρο - που σημείωνε σχολαστικά είκοσι τρόπους για να πηδήξεις πριν γίνεις 20 χρονών - μπήκε μέσα εκείνη σαν οδοστρωτήρας, φέρνοντας τα πάνω κάτω στην ζωή του. Έμοιαζε με λίβα και τού καψε τα σωθικά. Κάθισε απέναντί του και σαν να του χαμογέλασε. Για το τελευταίο, βέβαια δεν έβαζε το χέρι του στην φωτιά. Είχε μακριά μαύρα κατσαρά μαλλιά και όταν έβγαλε τα κοκκάλινα γυαλιά ηλίου, σάστισε στα δυο στρογγυλά γκρίζο-πράσινα μάτια της. Η μύτη της έκανε κλίση προς τα πάνω και πρόσεξε ότι τα χείλη της σχημάτιζαν μικρά λακκάκια στα μάγουλα μετά από κάθε σύσπαση. Φορούσε τζιν σορτς με ξέφτια, λευκό tshirt και πέδιλα. Μέχρι να τον καλέσει μέσα ο γιατρός δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της.

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Το φυλάκιο

Εκείνο το πρωϊνό έμοιαζε συνηθισμένο. Σηκώθηκε λίγο πριν τις 8:00. Είχε κοιμηθεί αποβραδίς με το παντελόνι και το φανελάκι. Δεν τά βγαλε γιατί είχε σκοπό να κάνει έφοδο στις σκοπιές τα ξημερώματα αλλά σαν έφτασε εκείνη η στιγμή προτίμησε το στρώμα του, που με χάρη ακουμπούσε πάνω στους σομιέδες. Τηλεφώνησε στο τάγμα και έδωσε την πρώτη αναφορά της ημέρας. Ύστερα δίπλωσε τον υπνόσακό του και τον απίθωσε στην άκρη. Χάρη σ' αυτόν δεν είχε χαλάσει τα στρωσίδια και με λίγο σιάξιμο το κρεβάτι έμοιαζε με αεροδρόμιο. Γκελ έκανε όποιο κέρμα και νά ριχνες πάνω του. Με μια ξυριστική μηχανή στάθηκε μπροστά σε έναν μικρό καθρέφτη και σάρωσε καλά τα δύο καλοθρεμμένα του μάγουλα και τον αδύνατο μακρύ λαιμό του. Τα κοντοκουρεμένα μαύρα μαλλιά του, έκαναν μια μικρή χωρίστρα που η κορυφή της ακουμπούσε σε ένα στρωτό σιδερωμένο μέτωπο. Δύο μεγάλα καστανά μάτια άφηναν να κυλήσει ανάμεσά τους μια λεπτή μύτη που κατέληγε σε ένα μεγάλο στόμα με σαρκώδη χείλη. Όταν τελείωσε το ξύρισμα φόρεσε το πάνω μέρος της παραλλαγής του και έδεσε τ' άρβυλά του. Έφτιαξε τον γιακά για να φαίνονται τα οπλόσημα στα πέτα και βγήκε για κατούρημα.
- Καλημέρα Δόκιμε, φώναξε ο μάγειρας. Θες καφέ?
Δεν του αποκρίθηκε. Απλά τού γνεψε καταφατικά. Με τους φαντάρους τα πήγαινε καλά. Ακολουθούσε την μέθοδο της φωτιάς. Όχι πολύ μακριά τους, για να μην κρυώνεις και όχι πολύ κοντά τους, για να μην καείς. Επαινούσε το σωστό και τιμωρούσε το λάθος. Οι αγγαρείες μοιράζονταν αξιοκρατικά όπως επίσης και οι έξοδοι. Δύο πράγματα απασχολούν τον Έλληνα στρατιώτη. Πότε θα πάρει άδεια και πότε θα κάνει τσιγάρο. Και ο ίδιος φρόντιζε και για τα δύο.

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Η υπόσχεση

Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο με τα χέρια του και βάλθηκε να δοκιμάσει πάλι. Άρπαξε τα σκουροφαγωμένα κάγκελα με τις χούφτες του και τα στριφογύρισε μία αριστερά, μία δεξιά. Αυτά πάλλονταν στον ρυθμό του αλλά δεν έδειχναν ιδιαίτερα συνεργάσιμα. Ήταν βαθιά μέσα στο τσιμέντο η φωλιά τους και η υγρασία φαινόταν η μοναδική φίλη που έδινε κάποια χάρη στη κίνηση τους. Πότε από δω, πότε από κει, σού δινε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Εκείνη την αίσθηση ότι θα έβγαζε το περιττό σίδερο που τον χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο και θα τρύπωνε πάλι σε αυτόν. Με αυτήν την εικόνα είχε πεισμώσει και δεν εγκατέλειπε. Και ας είχαν ματώσει οι παλάμες του από την συνεχόμενη τριβή. Πόσες ώρες άραγε είχε πιαστεί με δαύτα? Ξημέρωνε σε λίγο...
- Χάραξε Γέστα?
- Μόλις...
- Ακόμα παλεύεις με τα σίδερα?
- Θα μπορούσες να βάλεις ένα χεράκι...
- Τι νόημα έχει?
- Αυτό μην το ξαναπείς Δημά, γιατί σε πνίγω με τα χέρια μου πριν φτάσεις στο σταυρό...
Το ύφος που τον κοίταξε ήταν αρκετό για να μην ξαναμιλήσει. Τα μελιά μάτια κάτω από ένα ζευγάρι πυκνών φρυδιών που ζευγάρωνε με μία γαμψή γερακίσια μύτη ανάμεσα σε δύο ξεραγκιανά μάγουλα και ένα σμιλεμένο στόμα με ουλές στις άκρες των χειλιών, στεφανωμένο από κατσαρά μαύρα μαλλιά στέκονταν απέναντί του σε στάση προσοχής και τον εξέταζε εξονυχιστικά. Χαμήλωσε το βλέμμα του και προτίμησε να σιωπήσει.
- Αν είχα λίγο χρόνο ακόμα...
- Τι θα μας κάνουν Γέστα?